-
1 μανιτάρι
[манитари] ουσ. о. съедобный гриб.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μανιτάρι
-
2 гриб
-
3 съедобный
съедобный εδώδιμος, φαγώσιμος; \съедобный гриб το φαγώσιμο μανιτάρι* * *εδώδιμος, φαγώσιμοςсъедо́бный гриб — το φαγώσιμο μανιτάρι
-
4 гриб
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гриб
-
5 фитофтора
(гриб) το φυτοφθόρο (μανιτάρι).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фитофтора
-
6 белый
бел||ый1. прил ἀσπρος, λευκός.:\белый хлеб τό ἄσπρο ψωμί; ◊ \белыйые стихи (οί) ἀνομοιοκατάληκτοι στίχοι; \белый гриб τό ἄσπρο μανιτάρι, τό ἄσπρο φαγώσιμο; \белыйа я горячка τό τρομωδες παράλήρημα; средь \белыйа дия разг μέρα μεσημέρι; \белый у́голь ὁ λευκός ἄνθραξ;2. м (белогвардеец) ὁ λευκός, ὁ λευκοφρουρός. -
7 боровик
боровикм (гриб) τό ἀσπρο μανιτάρι. -
8 гриб
грибм τό μανιτάρι, ὁ μύκης:белый \гриб βωλίτης ὁ ἐδώδιμος· собирать \грибώ μαζεύω μανιτάρια· ◊ расту́т как \грибы разг φυτρώνουν σἄν τά μανιτάρια. -
9 несъедобный
несъедобныйприл πού δέν τρώγεται, μή φαγώσιμος, μή ἐδώδιμος:\несъедобный обед φαγητό πού δέν τρώγεται· \несъедобный гриб μή ἐδώδιμο μανιτάρι. -
10 поганка
поганкаж τό φαρμακερό μανιτάρι. -
11 съедобный
съедобныйприл φαγώσιμος, ἐδώδιμος:\съедобный гриб τό φαγώσιμο μανιτάρι. -
12 гриб
[γκρίπ] ουσ. α. μανιτάρι -
13 гриб
[γκρίπ] ουσ α μανιτάρι -
14 гриб
-а α.μανιτάρι, αμανίτης, μύκης.εκφρ.расти ή вырасти как -ы после дождя – (μτφ.) εμφανίζομαι σαν τα μανιτάρια ύστερα από τη βροχή. -
15 мицелий
-я α. βοτ. μύκης, μανιτάρι. -
16 мухомор
-а α.1. μυγοκτόνο μανιτάρι (δηλητηριώδες).2. μτφ. γεροκούσαλο• μπαμπόγρια. -
17 поганка
-и θ.1. μανιτάρι μη φαγώσιμο (δηλητηριώδες).2. είδος κόλυμβου (μη φαγώσιμου λόγω άσχημης μυρουδιάς).3. βρωμογύναικα, παλιογυναίκα, πρόστυχη, μαγάρα. -
18 поганый
επ., βρ: -ган, -а, -о.1. μη φαγώσιμος, δηλητηριώδης•поганый гриб μη φαγώσιμο μανιτάρι.
2. άχρηστος, ακατάλληλος, για πέταγμα, για τα σκουπίδια.3. αισχρός, σιχαμερός, βρωμερός, απαίσιος. || παλιός, φθαρμένος•-ое ружь παλιοντούφεκο•
-ое пальто παλιοπανωφόρι.
4. αντιχριστιανικός•-ая вера παλιοθρησκεία (μη χριαστιανική).
-
19 подосиновик
-а α.μανιτάρι κόκκινο ή καφετί. -
20 ржавчинник
-а α.μανιτάρι παρασιτικό των φυτών.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μανιτάρι — το 1. φυτό χωρίς χλωροφύλλη, μύκητας σε σχήμα ομπρέλας: Πήγαμε στο βουνό για να μαζέψουμε μανιτάρια. 2. φρ., «Φύτρωσε σαν μανιτάρι», εμφανίστηκε απρόοπτα, αιφνιδιαστικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μανιτάρι — το 1. ο ορατός ομπρελοειδούς σχήματος καρποφόρος ορισμένων μυκήτων, τυπικά τής τάξης αγαρικώδη, αλλά και ορισμένων άλλων ομάδων 2. (γενικά) κάθε εδώδιμος καρποφόρος 3. ναυτ. άγκυρα χωρίς βραχίονες η οποία έχει σχήμα μανιταριού ή ανοιχτής ομπρέλας … Dictionary of Greek
αρμιλαρία — (armillaria melea). Ανώτερος μύκητας (μανιτάρι) της οικογένειας των αγαρικιδών, που ανήκει στους βασιδιομύκητες, δηλαδή στους μύκητες που σχηματίζουν σπόρια, τα οποία φύονται από ειδικά κύτταρα, που λέγονται βασίδια. Έχει κωνοειδή πίλο πλάτους 2… … Dictionary of Greek
αμανίτης — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από την Αθήνα. Σκοτώθηκε μόλις άρχισε η Επανάσταση σε συμπλοκή μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων κοντά στην Αθήνα. * * * ο (Α ἀμανίτης) 1. μύκητας, μανιτάρι 2. (συνήθως στον πληθυντικό) οἱ ἀμανῖται περιληπτική ονομασία όλων … Dictionary of Greek
μύκητας — ο (ΑΜ μύκης, ητος, κατά τον Ησύχ. γεν. και μύκου, ιων. τ. γεν. μύκεω) το μανιτάρι, δηλ., κατά τον σύγχρονο ορισμό του, το ορατό ομπρελόμορφο αναπαραγωγικό τμήμα που φέρει τα σπόρια ορισμένων ειδών τής τάξης αγαρικώδη τών βασιδιομυκήτων νεοελλ.… … Dictionary of Greek
σπόγγος — ο, ΝΜΑ, και σφόγγος Α 1. ασύμμετρος πολυκύτταρος διπλοβλαστικός οργανισμός, το φύλο τού οποίου περιλαμβάνει 5.000 περίπου αρτίγονα είδη που ζουν προσκολλημένα σε αποικίες ή μοναχικά στον βυθό τών θαλασσών και μερικά στα γλυκά νερά και… … Dictionary of Greek
κανθαρέλλος ή κανθαρίσκος — Βασιδιομύκητας της οικογένειας των αγαρικιδών. Έχει χρώμα κίτρινο, περισσότερο ή λιγότερο έντονο. Το καρπόσωμα είναι αρχικά σαρκώδες και ελαφρά κυρτό· αργότερα, κατά την ωρίμανση, μεταβάλλεται σε χοανοειδές ή υποκρατηρόμορφο, ενώ ο πόδας του… … Dictionary of Greek
Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο … Dictionary of Greek
αμανιτάριον — ἀμανιτάριον και ἀμανιτάρι(ν), το (Μ) μικρό μανιτάρι, μανιταράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού ουσιαστικού ἀμανίτης*] … Dictionary of Greek
βασιλοΰτανο — το μεγάλο εδώδιμο μανιτάρι … Dictionary of Greek
βολετός — (boletus). Γένος υμενομυκήτων βασιδιομυκήτων της οικογένειας των βολετιδών. Το καρπόσωμα αυτού του μανιταριού είναι σαρκώδες, λείο, πιο σπάνια τριχωτό, συνήθως μεγάλου μεγέθους. Έχει κεντρικό πόδα και πίλο με την εξωτερική επιφάνεια σχεδόν… … Dictionary of Greek