-
1 μακαριος
31) блаженный, счастливый(ὅ βίος Arst.; λέχος Eur.; οἱ πτωχοὴ τῷ πνεύματι NT.)
μ. τινος Arph. — счастливый в чем-л.2) благоденствующий, богатый(πόλις Polyb.)
οἱ μακάριοι ἄνδρες Plat. — почтенные люди;3) euphem. ставший блаженным, т.е. почивший, покойный Plat. -
2 μακάριος
μακάριος, α, ον / μάκαρ, gen. μάκαρος блаженный, счастливый (ср. Макарий, Макар) -
3 μακάριος
μακάριος, -α, -ο1) блаженный, счастливый;2) спокойный, безмятежный -
4 Μακάριος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Μακάριος
-
5 μακάριος
блаженблаженный Μακάριος μακάριόςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μακάριος
-
6 μακάριός
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μακάριός
-
7 μακάριος
{прил., 50}блаженный, счастливый.Ссылки: Мф. 5:3-11; 11:6; 13:16; 16:17; 24:46; Лк. 1:45; 6:20-22; 7:23; 10:23; 11:27, 28; 12:37, 38, 43; 14:14, 15; 23:29; Ин. 13:17; 20:29; Деян. 20:35; 26:2; Рим. 4:7, 8; 14:22; 1Кор. 7:40; 1Тим. 1:11; 6:15; Тит. 2:13; Иак. 1:12, 25; 1Пет. 3:14; 4:14; Откр. 1:3; 14:13; 16:15; 19:9; 20:6; 22:7, 14.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > μακάριος
-
8 μακάριος
{прил., 50}блаженный, счастливый.Ссылки: Мф. 5:3-11; 11:6; 13:16; 16:17; 24:46; Лк. 1:45; 6:20-22; 7:23; 10:23; 11:27, 28; 12:37, 38, 43; 14:14, 15; 23:29; Ин. 13:17; 20:29; Деян. 20:35; 26:2; Рим. 4:7, 8; 14:22; 1Кор. 7:40; 1Тим. 1:11; 6:15; Тит. 2:13; Иак. 1:12, 25; 1Пет. 3:14; 4:14; Откр. 1:3; 14:13; 16:15; 19:9; 20:6; 22:7, 14.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > μακάριος
-
9 μακάριος
α, р [ία, ον]1) блаженный, счастливый; 2) спокойный, безмятежный -
10 μακάριος
блаженный, счастливый.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μακάριος
-
11 μακάριος
=μάκαρ -
12 μακάριος
[макариос] επ блаженный, счачтливый. -
13 μάκαρ
μακάριος, α, ον / μάκαρ, gen. μάκαρος блаженный, счастливый (ср. Макарий, Макар) -
14 ακρως
1) выдающимся образом, отличноτῇ μελλούσῃ ἄ. οἰκεῖν πόλει Plat. — жить в образцово устроенном государстве
2) чрезвычайно, вполне(μακάριος, δίκαιος Plut.)
-
15 ευδαιμων
2, gen. ονος adj.1) досл. «покровительствуемый благим божеством», т.е. счастливый, преуспевающий(εὐ. τε καὴ ὄλβιος Hes.; μακάριός τε καὴ εὐ. Plat., Arst.)
2) наслаждающийся духовным счастьем(εὐτυχέστερος, εὐ. δ΄ οὔ Eur.; εὐ. ὅ βίος τοῦ κατ΄ ἀρετέν ἐνεργοῦντος Arst.)
3) имущий, состоятельный, богатый(νῆσος μεγάλη τε καὴ εὐ. Her.; ἐν πολλοῖς χρήμασιν Lys.; οἱ πλούσιοι καὴ εὐδαίμονες Plat.)
οἱ εὐδαίμονες τῶν Βαβυλωνίων Her. — вавилонские богачи -
16 μακαριτης
1) блаженной памяти, покойный, почивший Aesch., Plut.ὁ μ. σου πατήρ Luc. — твой покойный отец
2) Arph. = μακαριστός См. μακαριστος -
17 μακαρισμοί
μακαρισμοί οιдевять заповедей блаженства, с которых начинается Нагорная проповедь Господа Иисуса ХристаЭтим.< дргр. μακάριος < μάκαρ «счастливый, блаженный»Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > μακαρισμοί
-
18 3107
{прил., 50}блаженный, счастливый.Ссылки: Мф. 5:3-11; 11:6; 13:16; 16:17; 24:46; Лк. 1:45; 6:20-22; 7:23; 10:23; 11:27, 28; 12:37, 38, 43; 14:14, 15; 23:29; Ин. 13:17; 20:29; Деян. 20:35; 26:2; Рим. 4:7, 8; 14:22; 1Кор. 7:40; 1Тим. 1:11; 6:15; Тит. 2:13; Иак. 1:12, 25; 1Пет. 3:14; 4:14; Откр. 1:3; 14:13; 16:15; 19:9; 20:6; 22:7, 14.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 3107
См. также в других словарях:
μακάριος — blessed masc nom sg μακάριος blessed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μακάριος — blessed masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακάριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Πολιτικός, που μαρτύρησε με σπαθί στην Αλεξάνδρεια επί Δεκίου μαζί με τον Ανδρέα (3ος αι. μ.Χ.). Η μνήμη του τιμάται στις 6 Σεπτεμβρίου. 2. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό στην Αφρική επί Δεκίου (3ος αι.… … Dictionary of Greek
μακάριος — α, ο 1. ευτυχισμένος: Πέθανε μακάριος αφού είχε πραγματοποιήσει όλα του τα όνειρα. 2. ήρεμος, γαλήνιος, ευχαριστημένος: Παρέμενε μακάριος ό,τι και αν του συνέβαινε. 3. υπερθ., μακαριότατος τιμητική προσφώνηση των πατριαρχών και των αρχιεπισκόπων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μακάριος Γ’ — (Μιχαήλ Μούσκος, Παναγιά Κύπρου 1913 – Λευκωσία 1977). Αρχιεπίσκοπος Νέας Ιουστινιανής και πάσης Κύπρου (1950 77) και πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας (1959 77). Σπούδασε θεολογία στα Πανεπιστήμια Αθηνών και Βοστόνης και νομικά στο Πανεπιστήμιο … Dictionary of Greek
Μακάριος ο Πάτμιος — Βλ. λ. Καλογεράς, Μακάριος … Dictionary of Greek
Μακάριος ο Μάγνης — (τέλη 4ου – αρχές 5ου αι. της). Εκκλησιαστικός συγγραφέας από τη Μαγνησία της Καρίας ή της Λυδίας. Έγραψε απολογία για την υπεράσπιση του χριστιανισμού με τον τίτλο Μονογενής ή Αποκριτικός της Έλληνας … Dictionary of Greek
Νοταράς Μακάριος — Μητροπολίτης Κορίνθου και ένας από τους ηγέτες του κινήματος των Κολλυβάδων. Βλ. λ. Μακάριος … Dictionary of Greek
Βαρλαάμ Μακάριος — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από τη Σκύρο. Όταν κηρύχθηκε η Επανάσταση, ήταν πρωτοσύγκελος του αρχιεπισκόπου Χαλκίδας. Οι Τούρκοι τον υποχρέωσαν να περιοδεύσει στο νησί του για να καθησυχάσει τον λαό και να τον αποτρέψει να προσχωρήσει στην… … Dictionary of Greek
Καβαδίας, Μακάριος — (Κεφαλονιά 1750; – Κέα 1824). Λόγιος, κληρικός, δάσκαλος και συγγραφέας. Υπηρέτησε ως δάσκαλος στην Πρέβεζα και αργότερα στην Άρτα και απέκτησε σύντομα φήμη σοφού ελληνιστή και μαχητικού ιεροκήρυκα. Το 1786 εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη,… … Dictionary of Greek
Καλογεράς, Μακάριος — (Πάτμος 1688; – 1737).Λόγιος κληρικός, ιδρυτής της Πατμιάδας σχολής. Μετά τις σπουδές του στην Πατριαρχική Σχολή της Κωνσταντινούπολης επέστρεψε στην πατρίδα του και έγινε μοναχός στην ιστορική μονή της Πάτμου. Εκεί ίδρυσε το 1713 σχολείο, στο… … Dictionary of Greek