Перевод: с английского на греческий

с греческого на английский

μακαρισμός

  • 1 Congratulation

    subs.
    P. μακαρισμός, ὁ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Congratulation

  • 2 Sympathy

    subs.
    Good will: P. and V. εὔνοια, ἡ, εὐμένεια, ἡ, P. φιλοφροσύνη, ἡ (Plat.).
    Kindliness: P. φιλανθρωπία, ἡ.
    Pity: P. and V. ἔλεος, ὁ, οἶκτος, ὁ (rare P.).
    Congratulation: P. μακαρισμός, ὁ.
    The public sympathies inclined considerably to the side of the Lacedaemonians more ( than to that of their opponents): P. ἡ δε εὔνοια παρὰ πολὺ ἐποίει τῶν ἀνθρώπων μᾶλλον ἐς τοὺς Λακεδαιμονίους (Thuc. 2, 8).
    Seeing you let fall tears from your eyes I felt pity and myself shed tears in sympathy with you: V. ἐγώ σʼ ἀπʼ ὄσσων ἐκβαλόντʼ ἰδὼν δάκρυ ᾤκτειρα καὐτὸς ἀντάφηκα σοὶ πάλιν (Eur., I. A. 477).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sympathy

См. также в других словарях:

  • μακαρισμός — pronouncing happy masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακαρισμός — ο (AM μακαρισμός) [μακαρίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μακαρίζω, καλοτύχισμα 2. στον πληθ. οι μακαρισμοί οι οχτώ σύντομοι αφορισμοί με τους οποίους αρχίζει η επί τού όρους ομιλία τού Ιησού μσν. αρχ. υπόσχεση για ευλογία αρχ. απόδοση… …   Dictionary of Greek

  • μακαρισμός — ο 1. το να αποκαλούν κάποιον μακάριο, το καλοτύχισμα. 2. οι εννιά σύντομοι λόγοι του Χριστού που είναι γνωστοί ως «η επί του Όρους ομιλία» και ξεκινούν με τη λέξη «μακάριοι» …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μακαρισμοῖς — μακαρισμός pronouncing happy masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακαρισμοί — μακαρισμός pronouncing happy masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακαρισμοῦ — μακαρισμός pronouncing happy masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακαρισμούς — μακαρισμός pronouncing happy masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακαρισμῶ — μακαρισμός pronouncing happy masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακαρισμῶν — μακαρισμός pronouncing happy masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακαρισμῷ — μακαρισμός pronouncing happy masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακαρισμόν — μακαρισμός pronouncing happy masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»