Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

μαδαρός

  • 1 голый

    επ., βρ: гол, -а, -о.
    1. γυμνός, γδυμνός•

    -ые ноги γυμνά πόδια•

    -ое тело γυμνό σώμα.

    || φτωχός, ελεεινός, άθλιος.
    2. αποψιλωμένος, μαδαρός, σπανός, φαλακρός, αβλάστητος, άβλαστος, αφύτρωτος.
    3. ακάλυπτος.
    4. ανόθευτος, καθαρός, γνήσιος, σκέτος•

    голый спирт καθαρό οινόπνευμα.

    || μονάτος, μόνο• μονάχα•

    -ые факты σκέτα γεγονότα•

    -ые цифры μόνο (μονάχα) αριθμοί.

    εκφρ.
    голый провод – γυμνό καλώδιο (χωρίς μονωτική ουσία)•
    - ые стены – γυμνοί τοίχοι (χωρίς στολίδια)•
    - ми руками – με τα χέρια (μόνο), χωρίς όπλο ή εργαλείο.

    Большой русско-греческий словарь > голый

См. также в других словарях:

  • μαδαρός — wet masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαδαρός — ή, ό (AM μαδαρός, ά, όν) φαλακρός νεοελλ. μσν. (για τόπο) άδενδρος, αποψιλωμένος, γυμνός αρχ. 1. υγρός, υδατώδης, νερουλός 2. πλαδαρός, μαλακός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαδα (βλ. μαδῶ) + επίθημα ρος (πρβλ. πλαδάω: πλαδαρός, χαλάω: χαλαρός). Κατ άλλους,… …   Dictionary of Greek

  • μαδαρός — ή, ό τόπος χωρίς δέντρα, γυμνός: Περπατήσαμε σε μαδαρό βουνό και μας έκαψε ο ήλιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαδαρά — μαδαρός wet neut nom/voc/acc pl μαδαρά̱ , μαδαρός wet fem nom/voc/acc dual μαδαρά̱ , μαδαρός wet fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαδαρῶν — μαδαρός wet fem gen pl μαδαρός wet masc/neut gen pl μαδαρόω make bald pres part act masc voc sg (doric aeolic) μαδαρόω make bald pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) μαδαρόω make bald pres part act masc nom sg μαδαρόω make bald pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαδαρόν — μαδαρός wet masc acc sg μαδαρός wet neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαδαραί — μαδαρός wet fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαδαρούς — μαδαρός wet masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαδαίος — μαδαῑος, αία, ον (Α) (ποιητ. τ. τού μαδαρός*) υγρός, πυώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού μαδαρός*, από το θ. τού μαδῶ*] …   Dictionary of Greek

  • μαδός — μαδός, ή, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μαδαρός». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με μαδῶ, μαδαρός] …   Dictionary of Greek

  • περιμάδαρος — ον, Α μαδαρός, εκλεπισμένος ολόγυρα («ἕλκεα περιμάδαρα, τὰ ἀνώμαλα καὶ ἄτυφα», Ερωτιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + μαδαρός «μαλακός, φαλακρός»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»