-
1 μέτοχος
[мэтохос] ουσ. участник, акционер,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μέτοχος
-
2 доля
-и γεν. πλθ. -ей θ.1. μερίδιο, μερίδα, μέρισμα, μέρος, μερτικό, μοίρα, μοιράδι(ο)•делить на равные -и χωρίζω σε ίσια μέρη•
это имение досталось на -ю αυτό το κτήμα μού 'πέσε στο μερτικό μου•
моя доля наследства το μερίδιο μου από την κληρονομιά•
капика есть сотая доля рубля το καπίκι είναι το ένα εκατοστό του ρουβλιού•
третья, четвртая, гитая доля листа σχήμα φύλλου σε ένα τρίτο, τέταρτο, πέμπτο.
|| δόση, κόκκος•в его словах не было и -и истины στα λόγιατου δεν υπήρχε ούτε κόκκος αλήθειας•
доля здравого смысла κόκκος ορθού λόγου (λογικής σκέψης)•
2. τύχη, μοίρα, ειμαρμένη, ριζικό. || (απλ.) ευτυχία.3. παλ. ρωσικό μέτρο βάρους ίσον προς 44 χιλιοστά του γραμμαρίου.εκφρ.быть в -е – είμαι μέτοχος•войти в -го – μπαίνω μέτοχος, γίνομαι μέτοχος•принять в -ю – παίρνω μέτοχο•на -ю – στο μερίδιο•на мою -ю – στο μερίδιο μου. -
3 участник
-
4 акционер
ο μέτοχος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > акционер
-
5 пайщик
ο μέτοχος, ο συνεταίροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пайщик
-
6 акционер
акционерм ὁ μέτοχος. -
7 пайщик
пайщикм ὁ μέτοχος (в предприятии)/ ὁ συνέταιρος, μέλος τοῦ συνεταιρισμοῦ (в кооперативе и т. п.). -
8 участник
участникм αὐτός πού παίρνει μέρος, ὁ συμμέτοχος/ ὁ συνένοχος, ὁ συνεργός (сообщи́ик)/ τό μέλος (организации, экспедиции и т. п.)/ ὁ μέτοχος, ὁ συνέταιρος (в пае и т. п.):\участники съезда τά μέλη τοῦ συνεδρίου, οἱ σύνεδροι· \участник игры ὁ παίκτης· \участник войны а) ὁ πολεμιστής, ὁ παλαίμαχος, б) (о стране) ὁ ἐμπόλεμος· \участник заговора ὁ συνωμότης· \участник экспедиции τό μέλος τής ἀποστολής· быть \участником чего́-л. παίρνω μέρος σέ κάτι· \участник соревнования а) спорт. ὁ συμμετέχων στους ἀγώνες, б) (трудового) οἱ ἀμιλλώμενοι. -
9 акционер
[ακτσυανυέρ] ουσ. α. μέτοχος -
10 акционер
[ακτσυανυέρ] ουσ α μέτοχος -
11 акционер
-а α.μέτοχος εταιρείας. -
12 дольщик
-а α., -ца, -ы θ. (παλ. κ. διαλκ.) μέτοχος, συνέταιρος. -
13 пайщик
-
14 погромщик
-а α.διώκτης, σφαγιαστής• μέτοχος η οργανωτής πογκρόμ. -
15 участник
-а α.-ца, -ы θ.1. συμμέτοχος, συνεργός•участник заговора ο συνωμότης•
-и войны οι συμπολεμιστές, οι συμμαχητές.
2. μέλος•участник кружка το μέλος του ομίλου•
участник экспедиции μέλος αποστολής.
3. (οικον.) μέτοχος• συνέταιρος.
См. также в других словарях:
μέτοχος — sharing in masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέτοχος — ο (ΑΜ μέτοχος, ον, Μ θηλ. και μέτοχη) [μετέχω] 1. αυτός που έχει μερίδιο σε κάτι ή αυτός που μετέχει σε κάτι, συνεργός, συναυτουργός («καὶ ἐγὼ αὐτῆς τὸ πλεῡν μέτοχός εἰμι», Ηρόδ.) 2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο και η μέτοχος συνέταιρος σε μια … Dictionary of Greek
μέτοχος — ο, η 1. αυτός που μετέχει σε κάτι: Είναι μέτοχος στην ευθύνη. 2. (οικον.), αυτός που έχει μία ή πολλές μετοχές σε κάποια επιχείρηση: Είναι μέτοχος σε πολλές εταιρείες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μετόχως — μέτοχος sharing in adverbial μέτοχος sharing in masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέτοχον — μέτοχος sharing in masc/fem acc sg μέτοχος sharing in neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετόχοις — μέτοχος sharing in masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετόχου — μέτοχος sharing in masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετόχους — μέτοχος sharing in masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετόχων — μέτοχος sharing in masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετόχῳ — μέτοχος sharing in masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέτοχα — μέτοχος sharing in neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)