-
1 μέταλλο
[мэталло] ουσ. о. металлΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μέταλλο
-
2 баббит
тех. το λευκό μέταλλο, το μέταλλο αντιτριβής, το κράμα του Μπαμπίτ (Babbit).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > баббит
-
3 биметалл
1. (металл) το σύνθετο μέταλλο (επενδεδυμένο με άλλο μέταλλο) 2. (в термостатах, измерительных приборах и т.п.) η διμεταλλική λάμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > биметалл
-
4 заливка
1. (затопление) η κατάκλυση, η πλημμύρα 2. (вливание) η πλήρωση, το γέμισμα (με υγρό)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заливка
-
5 металл
металл м το μέταλλο· драгоценные \металлы τα πολύτιμα (или ευγενή) μέταλλα* * *мτο μέταλλοдрагоце́нные мета́ллы — τα πολύτιμα ( или ευγενή) μέταλλα
-
6 плавка
пла́вк||аж тех.1. (действие) τό χύσι-μο, τό λυώσιμο, ἡ χώνευση [-ις], ἡ ἐκκαμί-νευση [-ις], ἡ χωνεία·2. (металл) λυωμέ-νο μέταλλο:выдать \плавкау βγάζω λυωμένο μέταλλο. -
7 металл
-а α.μέταλλο•цветные -ы έγχρωμα μέταλλα•
драгоценные -ы τα πολύτιμα μέταλλα•
благородный металл ευγενές ή πολύτιμο μέταλλο.
εκφρ.презренный металл – (αστ.) παλιοχρήματα, παλιοπαράδες. -
8 арсенид
хим. το αρσενικούχο μέταλλοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > арсенид
-
9 бумага
1. (для письма, печати и т.д.) το χαρτίватманская - см. ватман- σατενέкопировальная - ο χημικός χάρτης, разг. το καρμπόν (ξεν.)лакмусовая - ο χάρτης/το χαρτί ηλιοτροπίουматовая - ματ (ξεν.)миллиметровая - см. миллиметровканаждачная - το σμυριδόχαρτο, το γυαλόχαρτοпочтовая - αλληλογραφίας, το επιστολόχαρτοчертёжно-ко-пировальная - σχεδίασης/ιχνογραφίας2. (документ) το έγγραφο 3. -и (ценные) эк. мн. τα χρεώγραφαлегкореализуемые - εμπορεύσιμα -, διαπραγματεύσιμα -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бумага
-
10 выливать
1. (жидкость) χύνω (έξω)ξεχύνω2. (изготовлять литьём) χύνω μέταλλο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выливать
-
11 вытиснить
σκαλίζω με πίεση (να μπεί το τύπωμα μέσα στο χαρτί, μέταλλο, ύφασμα κ.λπ.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вытиснить
-
12 вытравить
I. 1. (путём химического воздействия) καθαρίζω (με χημικές ουσίες-οξέα) 2. (применяя яд, отраву) δηλητηριάζω, καταστρέφω, εξοντώνω 3. (узор, изображение) χαράσσω στο μέταλλο (με χημική ουσία). II.мор. (канат, трос) χαλαρώνω, ξελασκάρω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вытравить
-
13 декапирование
мет. о καθαρισμός των μετάλλων με οξέαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > декапирование
-
14 дельта-металл
το μέταλλο δέλτα, ο μαγγανιούχος ορείχαλκος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дельта-металл
-
15 доводить
1. (мет.-об.) τελειώνω, επεξεργάζομαι, (с притиром) τελειώνω τη λείανσηκάνω το ρεκτιφιέ2. мет. καθαρίζω/ραφινάρω (το μέταλλο) 3. (до завершения) ολοκληρώνω 4. (до какого-л. состояния) φέρνω, οδηγώРусско-греческий словарь научных и технических терминов > доводить
-
16 закаливать
1. (нагревать и охлаждать) βάφω, σκληρύνω με πύρωση και ψύξη (το μεταλλικό αντικείμενο) 2. (резко охлаждать) σκληρύνω μέσω απότομης ψύξης (το μέταλλο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > закаливать
-
17 заливать
1. (затоплять) πλημμυρίζω, κατακλύζω 2. (вливать) γεμίζω - подшипник - τον τριβέα (με λευκό μέταλλο) 3. (тушить огонь) σβήνω (τη φωτιά με νερό, υγρό) 4. (раствором) - γεμίζω (με μείγμα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заливать
-
18 зубило
η σμίλη, το κοπίδι- для срубания заклёпочных головок - για κοπή κεφαλιών των πριτσινιών/καρφιώνканавочное - για κατασκευή αύλακων/λουκιώνкузнечное - του σιδερά/σιδηρουργούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > зубило
-
19 металл-заменитель
το μέταλλο-υποκα-τάστατο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > металл-заменитель
-
20 металлоёмкость
η περιεκτικότητα/κατανάλωση της κατασκευής σε μέταλλοудельная - ειδική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > металлоёмкость
См. также в других словарях:
μέταλλο — Όρος ενδεικτικός για ορισμένα στοιχεία που παρουσιάζουν ιδιαίτερα φυσικά και χημικά χαρακτηριστικά. Τα μέταλλα στη συνηθισμένη θερμοκρασία είναι στερεά, με μόνη εξαίρεση τον υδράργυρο, που είναι υγρό. Το χρώμα τους, όταν βρίσκονται σε συμπαγή… … Dictionary of Greek
μέταλλο — το 1. ορυκτό πολύ ανθεκτικό, στερεό και λαμπερό (κυρ. στον πληθ., τα μέταλλα). 2. μτφ., καθαρή φωνή: Έχει φωνή μέταλλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βρετανικό μέταλλο — (britannia metal). Κράμα κασσίτερου και μολύβδου (συνήθως ένα μέρος μολύβδου με δέκα κασσίτερου). Ήταν γνωστό στην αρχαιότητα, αλλά μόνο μετά τον 15ο αι. άρχισαν να κατασκευάζονται –εκτός από τα κοινά μαγειρικά ή επιτραπέζια σκεύη– και… … Dictionary of Greek
ηλεκτροχημεία — Το τμήμα της χημείας (ή ακριβέστερα της φυσικοχημείας) που αφορά τη χημική και ηλεκτρική συμπεριφορά των ηλεκτρολυτικών διαλυμάτων (βλ. λ. ηλεκτρόλυση). Πιο γενικά, στον όρο η. συμπεριλαμβάνονται όλες οι αντιδράσεις μεταξύ χημικής και ηλεκτρικής… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
χαλκός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Cu· ανήκει στην πρώτη ομάδα, δεύτερη υποομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 29, ατομικό βάρος 63,54, δύο σταθερά ισότοπα (Cu63 και Cu65) και 9 ραδιενεργά, από αριθμό μάζας 58 έως 68.… … Dictionary of Greek
θερμοηλεκτρισμός — Σύνολο ιδιοτήτων που προκύπτουν από την αλληλεπίδραση μεταξύ ηλεκτρικής και θερμικής ενέργειας που εκδηλώνονται στα φαινόμενα Ζέεμπεκ, Πελτιέ, Τόμσον, εκτός από το φαινόμενο Τζάουλ. φαινόμενο Ζέεμπεκ. Το φαινόμενο Ζέεμπεκ, που είναι και το πιο… … Dictionary of Greek
νόμισμα — Στην οικονομία χαρακτηρίζεται ν. κάθε τι που γίνεται γενικά δεκτό σε ανταλλαγή με εμπορεύματα και υπηρεσίες ή για πληρωμή χρεών. Έτσι μπορεί να είναι ν. ένα φυσικό προϊόν ή ένα μέταλλο, ή ακόμα κι ένα χαρτί ή κι ένας λογιστικός αριθμός, όπως το… … Dictionary of Greek
σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… … Dictionary of Greek
χρυσός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Au· ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 79, ατομικό βάρος 197,2 ένα σταθερό ισότοπο και πολλά ραδιενεργά ισότοπα με αριθμό μάζας από 187 έως 189 και από … Dictionary of Greek
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek