Перевод: с английского на греческий

с греческого на английский

μέν+ἀλλά+δέ+δέ

  • 1 Nay

    adv.
    P. and V. οὐ, οὐχ, οὐχ.
    Nay more: P. and V. καὶ μήν.
    Nay rather: P. and V. ἀλλὰ μήν, μὲν οὖν.
    Nay but: P. and V. ἀλλʼ οὖν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Nay

  • 2 Secondary

    adj.
    Subordinate: P. and V. πρεργος, V. δεύτερος.
    ( Treat) as secondary: P. and V. ἐν παρέργῳ (ποιεῖσθαι, or τθεσθαι) (acc.), V. πρεργον ποιεῖσθαι (Eur., El. 63).
    All else that a woman may suffer is secondary: V. τὰ μὲν γὰρ ἄλλα δεύτερʼ ἂν πάσχοι γυνή (Eur., And. 372).
    Secondary to: P. ὕστερος πρός (acc.), V. ἥσσων (gen.), or use prep., ὄπισθε(ν) (gen.).
    Second best: P. and V. δεύτερος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Secondary

  • 3 Well

    adv.
    P. and V. εὖ, καλῶς.
    Correctly: P. and V. ὀρθῶς.
    Well then: P. and V. εἶεν, τί οὖν.
    Come then: P. and V. γε, φέρε, θι, φέρε δή; see Come.
    Well, let them shout: Ar. οἱ δʼ οὖν βοώντων (Ach. 186).
    Well, let them laugh: V. οἱ δʼ οὖν γελώντων (Soph., Aj. 961).
    If they listen to our representations, well and good: P. ἢν μὲν εἰσακούσωσί τι πρεσβευομένων ἡμῶν, ταῦτα ἄριστα (Thuc. 1, 82).
    Well, but ( introducing an objection): P. ἀλλὰ νὴ Δία (Dem. 755).
    Well, suppose: Ar. and V. καὶ δή; see under Suppose.
    Well, then ( introducing a new point): P. τί δέ (Plat., Crito, 49C).
    As well, further: P. and V. ἔτι; see Besides.
    At the same time: P. and V. μα, ὁμοῦ.
    As well as, together with: P. and V. μα (dat.), ὁμοῦ (dat.) (rare P.).
    Be well in health: Ar. and P. γιαίνειν, P. and V. εὖ ἔχειν.
    It is well: P. and V. εὖ ἔχει, καλῶς ἔχει.
    ——————
    subs.
    Ar. and P. φρέαρ, τό.
    Dig a well, v.: Ar. φρεωρυχεῖν.
    ——————
    v. intrans.
    Gush: P. and V. ῥεῖν, πορρεῖν, στάζειν (Plat. but rare P.), V. κηκειν, ἐκπηδᾶν.
    Of tears: P. and V. λείβεσθαι (Plat.).
    Tears well from my eyes: V. ἐκ δʼ ὀμμάτων πηγαὶ κατερρώγασι (Eur., Alc. 1067).
    Welling tears: V. χλωρὰ δάκρυα (Eur., Med. 922).
    A welling spring of water: V. δροσώδης ὕδατος νοτίς (Eur., Bacch. 705).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Well

См. также в других словарях:

  • μεν — (Maine). Ιστορική περιοχή της βορειοδυτικής Γαλλίας. Αντιστοιχεί σε μεγάλο μέρος στους σημερινούς νομούς Σαρτ και Μαγέν. Το έδαφος είναι ως επί το πλείστον πεδινό και κυματοειδές και διαρρέεται από διάφορους ποταμούς (Σαρτ, Μαγέν και Λουάρ), οι… …   Dictionary of Greek

  • αλλά — (I) (Α ἀλλά) αντιθετικός σύνδεσμος με τον οποίο εισάγεται λέξη, φράση ή πρόταση που εκφράζει αντίθεση, περιορισμό ή διαφορά προς προηγούμενα μέρη τού λόγου ισοδυναμεί με το «μα», «όμως», «μολαταύτα», «παρά», «πάντως», «ωστόσο», «μόνον». Α. Η… …   Dictionary of Greek

  • Μεν ντε Μπιράν, Φρανσουά Πιερ — (Francois Pierre Maine de Biran, Μπερζεράκ, 1766 – Γκρατλού, Παρίσι 1824). Γάλλος φιλόσοφος. Είχε σπουδάσει ιατρική και βρισκόταν στις Βερσαλλίες, στην υπήρεσία του Λουδοβίκου ΙΣΤ’ κατά το ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης. Τα γεγονότα που είδε… …   Dictionary of Greek

  • Μεν, Ζαν ντε- — (Jean de Meun, περ. 1240 – 1305). Γάλλος ποιητής. Συνέχισε το ποίημα Μυθιστόρημα του ρόδου, προσθέτοντας νέα επεισόδια (αλληγορικά πάντοτε) που εμφάνιζαν χαρακτηριστικά μιας εκλεπτυσμένης ιδιοσυγκρασίας. Οι στίχοι του διαπνέονται από άκρατο… …   Dictionary of Greek

  • Ἀλλὰ τὰ μὲν προβέβηκεν, ἀμήχανόν ἐστι γένεσθαι Ἀργά. — См. Что о том тужить, чего нельзя воротить …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Φίλος μὲν Σωκράτης, ἀλλὰ φιλτάτη ἡ ἀλήθεια. — φίλος μὲν Σωκράτης, ἀλλὰ φιλτάτη ἡ ἀλήθεια. См. Варвара мне тетка, а правда сестра …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… …   Dictionary of Greek

  • ACOEMETI — Graecis Α᾿κοίμητοι dicti sunt Monachi, apud Byzantinos, quod in eorum monasteriis divinum officium noctu, diuque, nullo interpositô cessationis intervallô, celebraretur et cantaretur, divisâ hunc in finem in tres coetus Monachorum sodalitate, ita …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κακός — Μυθολογικό πρόσωπο της ρωμαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μισός άνθρωπος και μισός σάτυρος. Γιος του Ηφαίστου και φοβερός ληστής, έβγαζε από το στόμα του φλόγες και καπνούς. Κατοικούσε σε μια σπηλιά στον λόφο του Αβεντίνου (ένας… …   Dictionary of Greek

  • βιοκλιματολογία — Επιστημονικός κλάδος που εξετάζει τις πολύπλοκες σχέσεις μεταξύ των κλιματικών συνθηκών και των φαινομένων της ζωής. Οι σχέσεις αυτές είναι είτε άμεσες είτε έμμεσες και καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τόσο τη γεωγραφική κατανομή των οργανισμών όσο και …   Dictionary of Greek

  • DIELCYSTINDA — exercitationis apud Vett. genus, quod Ludum distractorum Mercurial. vocat. Eius meminit Iul. Pollux his verbis: Η῾ δὲ Διελκυςτίνδα παίζεται μεν` ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ εν ταῖς παλαίςτραις, οὐ μεν` ἀλλὰ καὶ ἀλλαχόθι. Δύο δὲ μοῖραι παίδων εἰσὶν ἕλκουσαι… …   Hofmann J. Lexicon universale

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»