Перевод: со всех языков на греческий
- Со всех языков на:
- Английский
μέθοδ-ος
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
έμποιος — ἔμποιος, ον (Α) αυτός που έχει ποιότητα («ώς ἔμποιος ἦν ἀνάρχως ή ὕλη», Μεθόδ.) … Dictionary of Greek
επτάμορφος — ἑπτάμορφος, ον (Μ) αυτός που εμφανίζεται με επτά διαφορετικές μορφές («τὸ πνεῡμα τῆς ἀληθείας τὸ ἑπτάμορφον», Μεθόδ.) … Dictionary of Greek
επτακέφαλος — ἑπτακέφαλος, ον (AM) με επτά κεφάλια («δράκοντες ἑπτακέφαλοι», Μεθόδ.) … Dictionary of Greek
πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… … Dictionary of Greek
παντευλόγητος — ον, Α ευλογημένος από όλους («παντευλόγητε κόρη», Μεθόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + εὐλογητός (< ευλογώ)] … Dictionary of Greek
παρεξαγωγή — ἡ, Α [παρεξάγω] 1. (για αθλητές ή για εχθρό) το να εξέρχεται κανείς και να βαδίζει εναντίον κάποιου («παροδεύων ἅμα τοῑς ἄλλοις παισὶν ἐν παρεξαγωγήῇ ὑπὸ τοῡ θεοῡ ἐκκεκρίσθαι [τὸν Ἀσκληπιόν]», Αρτεμίδ. Δαλδ.) 2. η εξαγωγή, το βγάλσιμο έξω («τῇ… … Dictionary of Greek
περιορίζω — ΝΜΑ [ορίζω] 1. θέτω όρια γύρω από κάτι, περικλείω κάτι μέσα σε όρια (α. «περιορίζεται σε φραγμένο χώρο» β. «ἄνευ τοῡ περιορίζοντος» χωρίς όριο, χωρίς σύνορο, Πλούτ.) 2. θέτω όρια, βάζω φραγμούς σε κάτι, μετριάζω (α. «περιορίζω τα έξοδά μου» β.… … Dictionary of Greek
περιχέω — και περιχεύω ΝΜΑ περιχύνω, κυρίως, υγρό άφθονα επάνω σε κάτι ή γύρω από κάτι, περιβρέχω (α. «πολλὴν ἠέρ ἔχων, ἣν οἱ περίχευεν Ἀθήνη» β. «τῷ περίχευε χάριν κεφαλῇ τε καὶ ὤμοις» γ. χρυσὸν κέρασιν περιχεύας», Ομ. Ιλ.) μσν. αρχ. μέσ. περιχέομαι 1.… … Dictionary of Greek
πληροσέληνος — ον, ΜΑ 1. (για τη σελήνη) γεμάτος, πανσέληνος 2. (για την ημέρα) ολοφώτιστος, πλησιφαής μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ πληροσέληνον η πανσέληνος αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ πληροσέληνος μτφ. εκκλ. λαμπρότητα, δόξα («ἐκκλησία... νικήσασα τὸν ὄφιν καὶ τῆς… … Dictionary of Greek
πολυπαθής — ές, ΝΜΑ ο πολύπαθος, αυτός που έχει πολλά βάσανα μσν. αρχ. ο επιρρεπής σε πολλά πάθη («χοιρώδη βίον καὶ πολυπαθῆ», Μεθόδ.) αρχ. 1. αυτός που δέχεται πολλές εντυπώσεις τών αισθήσεων 2. (για νόσο) αυτός που παρουσιάζει επιπλοκές 3. (για τύραννο)… … Dictionary of Greek
προνυμφεύω — Μ [νυμφεύω] νυμφεύω εκ τών προτέρων, αρραβωνιάζω («πνεύματος ἁγίου προνυμφεύσαντος καὶ ἁγιάσαντος», Μεθόδ.) … Dictionary of Greek