-
1 строй
стро||йм1. τό καθεστώς, τό σύστημα:государственный \строй τό πολίτευμα, τό καθεστώς· социалистический \строй τό σοσιαλιστικό καθεστώς· общественный \строй τό κοινωνικό καθεστώς· колхозный \строй τό σύστημα τών κολχόζ· 2.:грамматический \строй языка ἡ γραμματική διάρθρωση τής γλώσσας·3. воен. ἡ παράταξη [-ις], ἡ σύν-ταξη [-ις]:сомкнутый \строй ή, πυκνή παράταξη· боевой \строй ἡ παράταξη μάχης· ◊ вступать в \строй (о предприятии) ἀρχίζω νά λειτουργώ· вводить в \строй ἀρχίζω νά χρησιμοποιώ· выводить из\стройя θέτω ἐκτος μάχης, ἀχρηστεύω· выйти из \стройи βγαίνω ἐκτος μάχης, ἀχρηστεύομαι. -
2 танковый
танков||ыйприл τῶν ἀρμάτων μάχης, τῶν τανκ:\танковыйая дивизия ἡ μεραρχία ἀρμάτων μάχης, ἡ μεραρχία τῶν τάνκ· \танковыйые войска οἱ μονάδες ἀρμάτων μάχης. -
3 танковый
επ.του άρματος μάχης, του τανκ•танковый полк σύνταγμα αρμάτων μάχης•
танковый бой α. ρμα-τομαχία•
-ые войска στρατεύματα αρμάτων μάχης.
-
4 танк
-
5 боевой
επ.1. μαχητικός, πολεμικός, στρατιωτικός•-ая готовность στρατιωτική ετοιμότητα•
-ое задание στρατιωτική αποστολή•
-опыт η πολεμική πείρα•
-ая тревога πολεμικός συναγερμός•
боевой порядок войск η μαχητική διάταξη των στρατευμάτων•
-ая подготовка войск στρατιωτική (μαχητική) προετοιμασία των στρατευμάτων•
-ая единица μονάδα μάχης(η ομάδα)•
боевой конь μαχητικό άλογο•
боевой патрон το φυσίγγι•
-ые припасы τα πολεμοφόδια•
-ая задача αποστολή μάχης•
-ая заслуга πολεμική εξαιρετική υπηρεσία•
боевой товарищ συμμαχητής, συμπολεμιστής•
-ая мощь στρατιωτική ισχύς•
-ые действия πολεμικές επιχειρήσεις.
2. πολεμικός, φιλοπόλεμος, αρειμάνιος•боевой дух πολεμικό πνεύμα.
3. αγωνιστικός. -
6 бранный
-
7 поле
-я, πλθ. -я ουδ.1. πεδιάδα άδεντρη, ακάλυπτη. || χωράφι, αγρός•пахать поле οργώνω το χωράφι•
удобрение -лей λίπανση των αγρών.
2. γήπεδο•тбольное поле γήπεδο ποδοσφαίρου.
|| πεδίο•поле обстрела πεδίο βολής•
поле учений πεδίο ασκήσεων•
поле зрения πεδίο όρασης ή οπτικό πεδίο•
минное поле ναρκοπέδιο•
магнитное поле μαγνητικό πεδίο•
широкое поле деятельности πλατύ πεδίο (σφαίρα) δράσης•
марсово поле πεδίο του Αρεως•
элисиские -я Ηλί-σια πεδία.
|| ο φόντος.3. περιθώριο•тетрадь с полями τετράδιο με περιθώριο•
замтки на -ях παρατηρήσεις στο περιθώριο.
4. πλθ. -я ο γύρος (μπορ) καπέλου.5. κυνηγετική εποχή.εκφρ.поле боя, битвы, сражения, брани – πεδίο της μάχης•поле смерти – παλ. πεδίο της μάχης. -
8 счастье
-я ουδ.1. ευτυχία, ευδαιμονία• καλοτυχιά•семейное счастье οικογενειακή ευτυχία•
желаю вам счастье σας εύχομαι, ευτυχία.
2. τύχη•слепое счастье τυφλή τύχη•
дуракам счастье τους κουτούς ευνοεί η τύχη•
ему счастье в игре είναι τυχερός στο παιγνίδι•
на моё счастье για καλή μου τύχη•, что не случилось ευτυχώς, που δε συνέβηκε αυτό•
жаловаться на своё счастье παραπονούμαι για την τύχη μου•
военное счастье τυχερή έκβαση της μάχης• αίσια έκβαση της μάχης.•
εκφρ.к -ью, на счастье, по -ью – (παρνθ. λ.) ευτυχώς, κατά καλή τύχη•на счастье – για το καλό, για ευτυχία•иметь счастье – έχω την ευτυχία (τύπος αβρότητας). -
9 ракета
ο πύραυλ/οςатомная - ατομικός/πυρηνικός -боевая - μάχης, στρατιωτικός -научная - επιστημονικός -, ερευνητικός -неуправляемая - άνευ συστήματος ελέγχου/πλοήγησης, η ρουκέτα (ξεν.)сигнальная - η φωτοβολίδα σήμανσης/σηματοδοσίαςсоставная - см. многоступенчатая -управляемая - με σύστημα ελέγχου/πλοήγησηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ракета
-
10 танк
I.(бак, цистерна, отсек для хранения или транспортировки жидкостей) η δεξαμενή, το δοχείοбалластный мор. - του έρματοςбортовой мор. πλευρική -закалочный мет. - βαφήςмеждудонный мор. - των διπυθμένων/του διπυθμένουпереливной мор. - υπερχείλισηςсудовой - του πλοίου/σκάφουςтопливный мор. - καυσίμωνII.(боевая бронемашина на гусеничном ходу) το (ερπυστριοφόρο) άρμα μάχηςразг. το τανκ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > танк
-
11 атака
атак||аж воен. ἡ ἐπίθεση [-ις]/ перен разг ἡ προσβολή:фланговая \атака ἡ πλευρική ἐπίθεση [-ις]; воздушная \атака ἡ ἀεροπορική ἐπίθεση [-ις]; штыковая \атака ἡ ἔφοδος μέ ἐφ' ὅπλου λόγχη[ν]; танковая \атака ἡ ἐπίθεση [-ις] ἀρμἀτων μάχης (или μέ τἀνκς); кавалерийская \атака ἡ ἐπέλαση ἰππικοῦ; психическая \атака ἡ ψυχική προσβολή; идти в \атакау κἀνω ἐπίθεση, ἐπιτίθεμαι; отразить \атакау ἀποκρούω ἐπίθεση. -
12 батальон
батальонм воен. τό τάγμα:стрелковый \батальон τάγμα πεζικοὔ; танковый \батальон τάγμα ἀρμάτων μάχης; командир \батальона διοικητής τάγματος. -
13 битва
би́тв||аж ἡ μάχη:поле \битваы τό πεδίο τῆς μάχης. -
14 боевой
боев||о́йприл1. πολεμικός, μαχητικός:\боевойые деи́ствия οἱ ἐχθροπραξίες, οἱ πολεμικές ἐπιχειρήσεις; \боевойа́я подготовка ἡ στρατιωτική ἐκπαίδευση; \боевойа́я задача ὁ πολεμικός σκοπός, ἡ πολεμική ἀποστολή; \боевойое снаряжение ἡ ἐξάρτηση, ὁ ὁπλισμός; \боевой порядок ἡ παράταξη μάχης; \боевойые заслуги οἱ πολεμικές ὑπηρεσίες; \боевойые отли́чия τά πολεμικά παράσημα; \боевойая тревога ὁ συναγερμός; \боевойое крещение τό βάπτισμα τοῦ πυρός; \боевой товарищ ὁ συμπολεμιστής, ὁ συμμαχητής; быть в \боевой готовности εἶμαι ἐτοιμοπόλεμος;2. перен μαχητικός, πολεμικός / φιλοπόλεμος (воинственный):\боевой дух τό μαχητικό πνεΰμα. -
15 брань
брань Iж (ругательство) ἡ βρισιά, τό ὑβρεολόγιο.бран||ь IIж (война) уст. ὁ πόλεμος:поле \браньи τό πεδίο τής τιμής, τό πεδίο τῆς μάχης. -
16 бронетанковый
броне||танковыйприл τῶν θωρακισμένων (или τῶν ἀρμάτων μάχης). -
17 выбывать
выбыватьнесов, выбыть сов ἀναχωρώ, φεύγω, ἐγκαταλείπω:\выбывать из города ἀναχωρῶ ἀπό τήν πόλη· \выбывать из игры βγαίνω ἀπό τό παιγνίδι· \выбывать из строя а) γίνομαι ἀνάπητος, ἀνίκανος γιά δουλειά. б) βγαίνω ἐκτός μάχης (о военных). -
18 выводить
выводитьнесов1. (откуда-л.) ἐξάγω, ἐκβάλλω, βγάζω ἔξω, ὀδηγῶ ἐξω/ ἀποκομίζω (уводить)/ ἀποσύρω (войска)·2. (исключать) βγάζω, διώχνω, ἀποβάλλω, ἀποπέμπω:\выводить из состава президиума βγάζω ἀπό τό προεδρείο·3. (уничтожать) ξερριζώνω (сорняки и т. п.)/ ἐξοντώνω, ἐξολοθρεύω (паразитов)/ βγάζω, καθαρίζω, ξελεκιάζω (пятна и т. п.)·4. (делать вывод) συμπεραίνω, συνάγω·5. (выращивать) μεγαλώνω, θρέφω, τρέφω (животных)/ καλλιεργώ τά φυτά (растения):\выводить цыплят ἐκκολάπτω, ξεκλωσσώ· 6.:\выводить на орбиту τοποθετώ στήν τροχιά· ◊ \выводить из затруднения βγάζω ἀπό τή δυσκολία· \выводить из терпения кого́-л. κάνω κάποιον νά χάσει τήν ὑπομονή του· \выводить кого́-л. на свежую воду ξεσκεπάζω κάποιον, ξεμασκαρώνω, ἀποκαλύπτω· \выводить из строя а) воен. θέτω ἐκτός μάχης, καθιστώ ἀνίκανο, б) (привести в негодность) ἀχρηστεύω. -
19 дивизня
дивизн||яж воен. ἡ μεραρχία:танковая \дивизня ἡ μεραρχία ἀρμάτων μάχης, ἡ μεραρχία τάνκς, ἡ τεθωρακισμένη μεραρχία· командир \дивизняи ὁ μέραρχος, ὁ διοικητής μεραρχίας. -
20 исход
исходм ἡ £κβαση [-ις], τό τέλος, τό ἀποτέλεσμα:\исход боя ἡ Εκβαση τῆς μάχης· к \исходу дня στό τέλος τῆς ἡμέρας· день уже на \исходе βραδυάζει· быть на \исходе ἐξαντλούμαι, φθάνω στό τέλος.
См. также в других словарях:
μαχῆς — μαχάω wish to fight pres ind act 2nd sg (doric) μαχάω wish to fight pres ind act 2nd sg (epic doric ionic) συμμαχέω to be an ally pres ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάχης — μάχη battle fem gen sg (attic epic ionic) μαχάω wish to fight pres ind act 2nd sg μαχάω wish to fight imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρμα μάχης — Όχημα, ερπυστριοφόρο και θωρακισμένο, οπλισμένο βασικά με πυροβόλο και πολυβόλα. Τα ά.μ. χαρακτηρίζονται από την ικανότητά τους να κινούνται σχεδόν σε οποιοδήποτε έδαφος από την προστασία του θώρακα και την ισχύ πυρός. Διακρίνονται σε ελαφρά (για … Dictionary of Greek
Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… … Dictionary of Greek
Hellenic Air Force — Infobox Military Unit unit name= Hellenic Air Force Πολεμική Αεροπορία caption= Hellenic Air Force Emblem start date= 1930 as a separate service, [ [http://www.haf.gr/en/history/history/history 5.asp Hellenic Air Force/History] ] Army Aviation… … Wikipedia
Structure of the Hellenic Air Force — Organization= The Hellenic Air Force is overseen by the Hellenic Ministry of National Defence, whose current head is minister Vangelis Meimarakis. Combat operations are overseen by the Chief of Operations of the Supreme Air Force Council. Support … Wikipedia
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek
τακτική — Κλάδος της στρατιωτικής τέχνης, ο οποίος αφορά την κίνηση των ανδρών και των πολεμικών μέσων τόσο κατά τις διάφορες φάσεις της μάχης όσο και κατά τις φάσεις που προηγούνται και ακολουθούν αμέσως την κύρια σύγκρουση. Όπως είναι φανερό, η τ.… … Dictionary of Greek
τανκ — Παραπλανητική ονομασία που έδωσαν οι Άγγλοι (1915) στα άρματα μάχης, η οποία και καθιερώθηκε. Bλ. λ. άρμα μάχης. Γερμανικά άρματα μάχης τύπου Λέοπαρντ (φωτ. ΑΠΕ). * * * (I) το, Ν στρ. αγγλική ονομασία τού άρματος μάχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tank… … Dictionary of Greek
Μαραθών — Αρχαία πόλη της Αττικής. Ήταν χτισμένος σε πεδιάδα με την ίδια ονομασία στα ΒΑ της πόλης των Αθηνών και έμεινε στην ιστορία κυρίως από την περίφημη μάχη που έγινε εκεί τον Σεπτέμβριο του 490 π.Χ. μεταξύ Αθηναίων («προμαχούντων των Ελλήνων»… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Ολυμπίας — Οι συστηματικές ανασκαφές στο ιερό της Ολυμπίας, τον προσφιλέστερο λατρευτικό χώρο της αρχαίας Ελλάδας, άρχισαν το 1875, από Γερμανούς αρχαιολόγους, και με ολιγόχρονες διακοπές συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών βρήκαν… … Dictionary of Greek