-
1 μάταια
επίρρ. зря, напрасно, без толку -
2 ματαία
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ματαία
-
3 πατροπαραδοτος
-
4 ποιφυγμα
- ατος τό досл. тяжелое дыхание, пыхтение, перен. ярость или угроза ( произносимая задыхающимся голосом)μάταια ποιφύγματα Aesch. — пустые угрозы
-
5 προστριβω
1) тереть, натирать, обтирать(τὰ βράγχια προστρίβοντα Arst.)
2) тж. med., перен. сообщать, уделять, придавать(τὸ ἀνθρώπειον πάθος τοῖς θεοῖς Diog.L.)
πλούτου δόξαν προστρίβεσθαί τινι Dem. — приписывать кому-л. богатство;τὰς αἰτίας τινὴ προστριβόμενος Plut. — сваливая на кого-л. вину3) преимущ. med. навлекать, налагатьπληγὰς προστρίβεσθαί τινι Arph. — наносить кому-л. побои4) med. причинять(συμφοράν τινι Dem.)
προστρίψασθαί τινι ἀνάγκην τινός Plut. — принудить кого-л. к чему-л. -
6 μάταιος
См. также в других словарях:
ματαία — ματαίᾱ , μάταιος vain fem nom/voc/acc dual ματαίᾱ , μάταιος vain fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματαίᾳ — ματαίᾱͅ , μάταιος vain fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάταια — άσκοπα, χωρίς νόημα: Μάταια εκλιπαρούσε να τον συγχωρέσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μάταια — επίρρ. βλ. μάταιος … Dictionary of Greek
μάταια — μάταιος vain neut nom/voc/acc pl μάταιος vain neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματαίας — ματαίᾱς , μάταιος vain fem acc pl ματαίᾱς , μάταιος vain fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάται' — μάταια , μάταιος vain neut nom/voc/acc pl μάταια , μάταιος vain neut nom/voc/acc pl μάταιε , μάταιος vain masc voc sg μάταιε , μάταιος vain masc/fem voc sg μάταιαι , μάταιος vain fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματαίαν — ματαίᾱν , μάταιος vain fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάταιος — η ο, θηλ. και α, (ΑM μάταιος, ον, θηλ. και αία) (για λόγια ή πράξεις) άσκοπος, ανώφελος, άχρηστος, αυτός που δεν φέρνει αποτέλεσμα, ατελεσφόρητος (α. «παῡσαι λέγων λόγους ματαίους», Η ρόδ. β. «ἄνθρωποι δὲ μάταια νομίζομεν», Θέογν.) νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek