-
1 martyr
μάρτυρας -
2 witness
['witnəs] 1. noun1) (a person who has seen or was present at an event etc and so has direct knowledge of it: Someone must have seen the accident but the police can find no witnesses.) αυτόπτης μάρτυρας2) (a person who gives evidence, especially in a law court.) μάρτυρας δικαστηρίου3) (a person who adds his signature to a document to show that he considers another signature on the document to be genuine: You cannot sign your will without witnesses.) μάρτυρας2. verb1) (to see and be present at: This lady witnessed an accident at three o'clock this afternoon.) βλέπω, είμαι παρών σε (κάτι)2) (to sign one's name to show that one knows that (something) is genuine: He witnessed my signature on the new agreement.) είμαι μάρτυρας, υπογράφω ως μάρτυρας•- bear witness -
3 eye-witness
noun (a person who sees something (eg a crime) happen: Eye-witnesses were questioned by the police.) αυτόπτης μάρτυρας -
4 martyr
1. noun1) (a person who suffers death or hardship for what he or she believes: St Joan is said to have been a martyr.) μάρτυρας2) (a person who continually suffers from a disease, difficulty etc: She is a martyr to rheumatism.) που ταλαιπωρείται από2. verb(to put (someone) to death or cause (him) to suffer greatly for his beliefs: Saint Joan was martyred by the English.) υποβάλλω σε μαρτύρια -
5 One
adj.Of number: P. and V. εἵς.Indefinite pron.: P. and V. τις.One of a pair: P. and V. ὁ ἕτερος.The one... the other: P. and V. ὁ ἕτερος... ὁ ἕτερος.I will bring witnesses to prove that he was one of the Ephors: P. ὡς τῶν ἐφόρων ἐγένετο μάρτυρας παρέξομαι (Lys. 124).Death is one of two things: P. δυοῖν θάτερόν ἐστι τὸ τεθνάναι (Plat., Ap. 40C).Eurymachus was one of them: P. Εὐρύμαχος εἷς αὐτῶν ἦν (Thuc. 2, 5).One... another: P. and V. ὁ μὲν... ὁ δέ.One another, each other: P. and V. ἀλλήλους (acc.).Be at one: see Agree.Become one with: P. and V. συντήκεσθαι (dat.).One by one: P. καθʼ ἕνα.Referring to the future: P. and V. ποτέ, ἔπειτα.With one voice, unanimously: P. μιᾷ γνώμῃ, V. ἁθρόῳ στόματι; see Unanimously.'Tis all one whether you desire to praise or blame me: V. σὺ δʼ αἰνεῖν εἴτε με ψέγειν θέλειν ὁμοῖον (Æsch., Ag. 1403).It was all one whether the quantity drunk were more or less: P. ἐν τῷ ὁμοίῳ καθειστήκει τό τε πλέον καὶ ἔλασσον ποτόν (Thuc., 2, 49).——————subs.The number one: P. μονάς, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > One
-
6 Recourse
subs.P. ἀναφορά, ἡ.Have recourse to: P. and V. τρέπεσθαι (εἰς or πρός, acc.), P. καταφεύγειν (εἰς or πρός, acc.).Have you recourse to dumb witnesses? V. εἰς τοὺς ἀφώνους μάρτυρας φεύγεις; (Eur., Hipp. 1076).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Recourse
-
7 witness
1) μάρτυρας2) μαρτυρώ
См. также в других словарях:
μάρτυρας — Πρόσωπο που παρέχει πληροφορίες σε δικαστική αρχή· πρόσωπο που θανατώθηκε για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, ή που βασανίστηκε για την ιδεολογία του· ο θεατής πράξεως ή γεγονότος. Σύμφωνα με τη χριστιανική θρησκεία ο μ. είναι ο επίσημος… … Dictionary of Greek
μάρτυρας — ο 1. αυτός που καταθέτει ό,τι είδε ή γνωρίζει μπροστά στο δικαστήριο: Δεν ήρθε κανένας μάρτυρας υπεράσπισης. 2. ο παρών σε κάποιο γεγονός: Έγινε μάρτυρας ενός θανατηφόρου τροχαίου. 3. αυτός που διώχτηκε, βασανίστηκε και θανατώθηκε για τη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μάρτυρας — μάρτυς witness masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλικος — Μάρτυρας του χριστιανισμού. Μαρτύρησε στη Νικομήδεια της Μ. Ασίας στα χρόνια του Διοκλητιανού. Μαζί του θανατώθηκαν και 82 άλλοι ομόθρησκοί του. * * * η, ο 1. αυτός που έχει βαθύ κόκκινο χρώμα, ο κατακόκκινος 2. αυτός που έχει ανοιχτό κόκκινο… … Dictionary of Greek
αλικός — Μάρτυρας του χριστιανισμού. Μαρτύρησε στη Νικομήδεια της Μ. Ασίας στα χρόνια του Διοκλητιανού. Μαζί του θανατώθηκαν και 82 άλλοι ομόθρησκοί του. * * * ἁλικός, ή, ὸν (Α) βλ. αλυκός* το θηλ. ἁλική, ή και το ουδ. πληθ. ἁλικά, τα (ως ουσιαστ.) φόροι… … Dictionary of Greek
Αβδάς ή Αυδάς — Μάρτυρας της Εκκλησίας. Θανατώθηκε μαζί με τον μάρτυρα Σάββα στα χρόνια του αυτοκράτορα Διοκλητιανού (248 304 μ.Χ.). Ορισμένοι αγιολόγοι υποθέτουν ότι μαρτύρησε μαζί με τον μεγαλομάρτυρα Προκόπιο (8 Ιουλίου) … Dictionary of Greek
Αζάτ — Μάρτυρας της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με άλλους 1.150 χριστιανούς, επί Σαβωρίου, βασιλιά των Περσών, του οποίου ήταν υπηρέτης. Αργότερα όμως ο βασιλιάς μετάνιωσε για τον χαμό του υπηρέτη του και διάταξε να σταματήσουν οι διωγμοί κατά… … Dictionary of Greek
Βαραχήσιος — Μάρτυρας του χριστιανισμού, γνωστός και με το όνομα Ιωνάς. Δολοφονήθηκε μαζί με άλλους, γιατί επισκέφθηκαν φυλακισμένους χριστιανούς. Ο Β. και οι συμμάρτυρές του τιμώνται από την εκκλησία στις 29 Μαρτίου … Dictionary of Greek
Βαράχος — Μάρτυρας γνωστός και με το όνομα Ιέρων. Μαρτύρησε την εποχή του Διοκλητιανού (284 305) με αποκεφαλισμό, μαζί με άλλους 32 μάρτυρες. Η Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη τους στις 7 Νοεμβρίου … Dictionary of Greek
Γοργόνιος — Μάρτυρας του χριστιανισμού. Ο Γ. ήταν συγκλητικός και όταν ο Μαξιμιανός έκαψε τους Δισμυρίους μάρτυρες, ήταν μεταξύ τους αλλά σώθηκε. Συνελήφθη όμως αργότερα με τους επίσης συγκλητικούς Πέτρο και Ίνδη και μαρτύρησε με πνιγμό στη θάλασσα. Η μνήμη… … Dictionary of Greek
May 7 (Eastern Orthodox liturgics) — May 6 Eastern Orthodox Church calendar May 8 All fixed commemorations below celebrated on May 20 by Old Calendarists Contents 1 Saints 1.1 Other commemorations 2 References … Wikipedia