-
1 μάντης
[мандис] ουσ. а. прорицатель, предсказатель,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μάντης
-
2 каркать
карк||атьнесов1. κρώζω·2. перен разг κακομελετῶ, γίνομαι μάντης κακῶν. -
3 авгур
-а α.(στους Ρωμαίους).1. ιερέας.2. μάντης, οιωνοσκόπος. -
4 богомол
-а α.1. προσκυνητής, λάτρης. || πελεγρίνος, χατζής.2. η μάντιδα, μάντις, μάντης ο θρήσκος ή αλογάκι της Παναγίας (ορθόπτερο έντομο). -
5 вещун
-а α., -ья, -и θ.παλ. προφήτης, -ισσα, μάντης, -ισσα, προγνώστης, -τρία. -
6 волхв
-а α.μάγος• μάντης (στους αρχαίους Σλάβους). -
7 гадальщик
-а α., -ца, -ы θ. μάντης, -ισσα, ριχτολόγισσα. -
8 оракул
-а α.1. μαντείο•дельфийский το -μαντείο των Δελφών, κριτής, μάντης, χρησμοδότης.
2. βιβλίο μαντικής. -
9 угадчик
-а α.-ца, -ы θ.μάντης, -ισσα, προγνώστης, προφήτης. -
10 чернокнижник
-а α. παλ.δαιμονολόγος, μάγος• μάντης. -
11 юродивый
επ.1. κουτούτσικος, μωρός.2. ουσ. κουτός, χαζός, λειψός.3. ουσ. μάντης, προφήτης άθλιος, ελεεινός.
См. также в других словарях:
μάντης — ο και μάντις, ο, η, θηλ. και μάντισσα (AM μάντις, εως, ὁ, ἡ, Α ιων. γεν. ιος, Μ θηλ. και μάντισσα) 1. αυτός που ασχολείται με τη μαντική, αυτός που προλέγει τα μέλλοντα, ο προφήτης («ὠργίζοντο δὲ καὶ τοῑς χρησμολόγοις καὶ μάντεσι», Θουκ.) 2.… … Dictionary of Greek
μάντης — ο θηλ. ισσα αυτός που προφητεύει τα μελλούμενα: Μια μάντισσα είχε προβλέψει τη συμφορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μάντης — μάντις diviner masc nom/voc pl (doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φινεύς — Μάντης και μυθικός βασιλιάς της Σαλμηδυσσού της Θράκης. Ήταν γιος του Aγήνορα, ή του γιου του Αγήνορα Φοίνικα, ή του ίδιου του Ποσειδώνα, και ο Ζευς τον τύφλωσε επειδή, χρησιμοποιώντας τη μαντική δύναμη που του έδωσε ο Απόλλων, αποκάλυπτε τις… … Dictionary of Greek
Τειρεσίας — Θηβαίος μυθολογικός ήρωας μάντης. Διάφορες εκδοχές αναφέρουν πώς απέκτησε τη μαντική του δύναμη. Η γνωστότερη αφηγείται, ότι στο όρος Κυλλήνη ο Τ. είδε δύο φίδια ζευγαρωμένα· αυτός τα χώρισε (ή σκότωσε το θηλυκό) και για τον λόγο αυτό έγινε… … Dictionary of Greek
λυχνομαντεία — Μαντική μέθοδος της αρχαιότητας, με τη χρήση λύχνων (βλ. λ. λύχνος). Ο μάντης υπνωτιζόταν παρακολουθώντας επίμονα το φως του λύχνου και στήριζε τον χρησμό του στον τρόπο με τον οποίο έκαιγε ο λύχνος. Συνήθως ο μάντης φορούσε ειδικά ρούχα, κόκκινα … Dictionary of Greek
μαντείο — Ο τόπος όπου κατά την αρχαιότητα πιστευόταν ότι επικοινωνούσε ο θεός με τον άνθρωπο και εξέφραζε τη θέλησή του με χρησμό. Ο θεός επιδοκίμαζε ή αποδοκίμαζε μια πράξη του παρελθόντος, προειδοποιούσε για ένα μελλοντικό γεγονός ή συμβούλευε για την… … Dictionary of Greek
μαντομάγος — μαντομάγος, ὁ (Μ) μάντης και μάγος μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάντης + μάγος] … Dictionary of Greek
μόψος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεσσαλός μάντης (Λαπίθης), γενναίος πολεμιστής και επιδέξιος κυνηγός, που θεωρείται ιδρυτής της πόλης της Θεσσαλίας Μοψίου. Ήταν γιος της νύμφης Χλωρίδας και του Άμπυκα. Πήρε μέρος στην Κενταυρομαχία, στο κυνήγι του … Dictionary of Greek
Αγκαίος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Λυκούργου και της Κλεοφίλης ή της Ευρυνόμης από την Τεγέα. Ο Α. φημιζόταν ως ένας από τους δυνατότερους (μετά τον Ηρακλή) ήρωες της Αρκαδίας. Ήταν πατέρας του Αγαπήνορα, ενός από τους μνηστήρες της Ελένης… … Dictionary of Greek
Αμφιάραος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας και μάντης, που θεοποιήθηκε και λατρευόταν ως χθόνια θεότητα σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Οι αρχαιότερες παραδόσεις τον αναφέρουν ως απόγονο του Μελάμποδα, ονομαστού για τα μαντικά και θρησκευτικά του χαρίσματα· νεότερες … Dictionary of Greek