Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

μάλαμα

  • 1 μάλαμα

    [малама] ουσ. о. золото,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μάλαμα

  • 2 золото

    золото
    с ὁ χρυσός, τό χρυσάφι, τό μάλαμα:
    самородное \золото ὁ καθαρός χρυσός· червонное \золото τό βενετσιάνικο μάλαμα· вышитый \золотом χρυσοκεντημένος, χρυσοκέντητος· тисненный \золотоΜ χρυσόδετος· десять рублей \золотом δέκα ρούβλια χρυσά· ◊ не все то \золото, что блести́т поел. ὅ, τι λάμπει δέν εἶναι χρυσός.

    Русско-новогреческий словарь > золото

  • 3 золото

    ουδ.
    1. χρυσός, χρυσάφι, μάλαμα.
    2. χρυσαφικά. || κλωστή χρυσαφένια•

    вышивать -ом χρυσούφαίνω, χρυσοκεντώ.

    3. χρυσά νομίσματα.
    4. μτφ. μεγάλης αξίας, μάλαμα.
    εκφρ.
    червонное золото – καθαρός χρυσός•
    чрное - – το πετρέλαιο•
    белое золото – το βαμπάκι.

    Большой русско-греческий словарь > золото

  • 4 золотой

    επ.
    1. χρυσός• χρυσαφένιος• μαλαματένιος•

    золотой песок χρυσοφόρος άμμος ή χρυσί-τιδα γη•

    золотой перстень χρυσό δαχτυλίδι.

    || χρυσαφής•

    -ые кудры χρυσόξανθες μπούκλες•

    -ая рыба το χρυσόψαρο•

    золотой жук ο χρυσοκάνθαρος.

    2. μτφ. θαυμάσιος, υπέροχος, λαμπρός•

    -ые слова χρυσά λόγια•

    золотой характер μάλαμα-χαρα-κτήρας•

    золотой человек μάλαμα-άνθρωπος.

    3. Μτφ. ευτυχής, ευτυχισμένος.
    4. μτφ. αγαπητός, προσφιλής, ακριβός•

    золотой мальчик χρυσό μου παιδάκι•

    -ая моя χρυσή μου.

    εκφρ.
    золотой век – χρυσός αιώνας (εποχή ακμής των επιστημών και των Καλών Τεχνών)•
    - ая осень – το χρυσό φθινόπωρο (από το κιτρίνισμα των φύλλων)•
    - ая молоджьειρν. η μαμμόθρεπτη νεολαία (ευγενών, αστών)•
    - ая ротаπαλ. τάγμα ξυπόλυτων ή ξεβράκωτων (οι αλήτες)- -ые руки τα χρυσά (προκομμένα) χέρια•
    - ая свадьба – χρυσοί γάμοι•
    - ое сечение – χρυσός αριθμός ή χρυσή τομή•
    золотой стандарт – χρυσός κανόνας•
    золотой фонт – χρυσό απόθεμα (εφεδρεία ύψιστης σημασίας)•
    - ое время – ο πολύτιμος χρόνος•
    сулить ή обещать -ые горы – τάζω λαγούς με πετραχήλια•
    - ых дел мастер – ο χρυσοχόος.

    Большой русско-греческий словарь > золотой

  • 5 клад

    α.
    1. θησαυρός•

    искать клад ψάχνω να βρω θησαυρό.

    2. πολύ καλός, μάλαμα•

    это не работник, а просто клад αυτός είναι εργάτης-μάλαμα ή εύρημα.

    Большой русско-греческий словарь > клад

  • 6 позолоченный

    επιχρυσωμένος, μαλαμα-τοκαπνισμένος.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > позолоченный

  • 7 золото

    золото с το χρυσάφι, το μά λαμα
    * * *
    с
    το χρυσάφι, το μάλαμα

    Русско-греческий словарь > золото

  • 8 чистый

    чи́ст||ый
    прил
    1. (не грязный) καθαρός, παστρικός:
    \чистыйые ру́ки τά καθαρά χέρια· \чистый воротничок ὁ καθαρός γιακάς· \чистыйая посуда τά παστρικά πιατικά·
    2. (без примеси) καθαρός, ἀγνός, ἀνόθευτος, γνήσιος:
    \чистыйое золото τό καθαρό μάλαμα·
    3. (ясный, отчетливый) καθαρός:
    \чистый голос ἡ διαυγής φωνή· \чистыйое произношение ἡ καθαρή προφορά·
    4. перен (честный, правдивый) καθαρός, ἀγνός/ ἀδολος (искренний):
    \чистыйая совесть ἡ καθαρή συνείδηση· сказать от \чистыйого сердца λέγω μ· ὅλη μου τήν ψυχή· б. (аккуратный, тщательный) ἐπιμελημένος:
    \чистыйая работа ἡ παστρική δουλειά, ἡ ἐπιμελημένη ἐργασία· β. (сущий) καθαρός, ἀγνός:
    \чистыйая случайность ἡ ἀπλή σύμπτωση· \чистыйое недоразумение ἡ καθαρή παρεξήγηση· \чистыйая правда ἡ καθαρή ἀλήθεια· \чистыйое дитя τό ἀγνό παιδάκι· ◊ \чистый вес τό καθαρό βάρος· \чистыйая прибыль τό καθαρό κέρδος· на \чистыйом воздухе στον καθαρό ἀέρα· в \чистыйом виде (неискаженно) χωρίς ν· ἀλλάξω τίποτε· в \чистыйом поле σέ γυμνό τόπό вывести кого-л. на \чистыйую воду ἀποκαλύπτω (или ξεσκεπάζω) κάποιον, βγάζω τ' ἄπλυτά του στη φόρα· принимать за \чистыйую монету разг παίρνω κάτι στά σοβαρά.

    Русско-новогреческий словарь > чистый

См. также в других словарях:

  • μάλαμα — το (Μ μάλαμα) χρυσός νεοελλ. 1. κάθε πολύτιμο μέταλλο 2. μτφ. αυτός που έχει εξαιρετική καλοσύνη, πάρα πολύ καλός («αυτός ο άνθρωπος είναι ένα κομμάτι μάλαμα») μσν. χρυσό νόμισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μάλαγμα (πρβλ. πράγμα: πράμα) < μαλάσσω] …   Dictionary of Greek

  • μάλαμα — το, ατος 1. χρυσός, χρυσάφι. 2. μτφ., άνθρωπος αγαθός, καλόψυχος, ευγενικός: Ο εργοδότης του είναι μάλαμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Dimitris Nikolaidis — For other uses, see Nikolaidis. Dimitris Nikolaidis Born 1922 Asia Minor (now Turkey) Died January 1993 Athens, Greece …   Wikipedia

  • μάλαγμα — το (AM μάλαγμα) [μαλάσσω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μαλάζω, η μάλαξη, το μαλάκωμα νεοελλ. πλέγμα από σχοινιά που κρέμεται στα πλάγια μέρη τού πλοίου για να εμποδίζει τις ζημιές που μπορούν να προκληθούν από πρόσκρουση σε άλλα πλοία ή στις… …   Dictionary of Greek

  • μαλαματένιος — α, ο, θηλ. και η (Μ μαλαματένιος και μαλαγματένιος, α, ον, θηλ. και η) 1. κατασκευασμένος από χρυσό ή από άλλο πολύτιμο μέταλλο 2. (ως προσφώνηση) αγαπητός, ακριβός νεοελλ. μτφ. αυτός που έχει εξαιρετική καλοσύνη, πολύ καλός («μαλαματένια… …   Dictionary of Greek

  • μαλαματοκαπνίζω — και μαλαμοκαπνίζω επιχρυσώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάλαμα, ατος + καπνίζω] …   Dictionary of Greek

  • μαλαματώνω — (Μ μαλαματώνω και μαλαγματώνω) επιχρυσώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλαγματώνω (βλ. μάλαμα) < μάλαγμα] …   Dictionary of Greek

  • πληρωμή — και πλερωμή, η, Ν [πληρώνω / πλερώνω] 1. η καταβολή αντιτίμου, η καταβολή τής αξίας αγοραζόμενου πράγματος 2. η καταβολή χρηματικού ποσού για παραχθείσα εργασία ή προσφερθείσα υπηρεσία, αμοιβή 3. η επιστροφή οφειλόμενων χρημάτων, εξόφληση χρέους… …   Dictionary of Greek

  • χάνω — ΝΜ 1. παύω να έχω κάτι («έχασα το πορτοφόλι μου») 2. στερούμαι ένα πρόσωπο λόγω θανάτου του (α. «πέρασε ένας χρόνος από τότε που έχασε το παιδί της» β. «πῶς τοῦτο ἐσυνέβηκεν, ἐχάσαμέν σε νέαν», Διγεν. Ακρ.) 3. μέσ. χάνομαι α) εξαφανίζομαι β)… …   Dictionary of Greek

  • χρυσός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Au· ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 79, ατομικό βάρος 197,2 ένα σταθερό ισότοπο και πολλά ραδιενεργά ισότοπα με αριθμό μάζας από 187 έως 189 και από …   Dictionary of Greek

  • Γιαννακός, Πέτρος — (Χανιά 1911 – 1972). Ηθοποιός, συγγραφέας και σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Υπήρξε ένας από τους δημοφιλέστατους κωμικούς ηθοποιούς του θέατρου στη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, ενώ έγινε γνωστός και με το ψευδώνυμο κοκοβιός από τον ρόλο ενός …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»