-
1 μάκρος
[макрос] ουσ. о. длинаΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μάκρος
-
2 длина
длина ж το μάκρος, το μήκος в \длинау στο μάκρος, σε μήκος' \длинаой в пять метров πέντε μέτρα μάκρος* * *жτο μάκρος, το μήκοςв длину́ — στο μάκρος, σε μήκος
длино́й в пять ме́тров — πέντε μέτρα μάκρος
-
3 долгий
долгий μακρύς, μακρός; μακροχρόνιος, μακροπρόθεσ μος (долгосрочный)' прошло \долгийое время πολύς καιρός πέ ρασε· \долгий путь о μακρύς δρόμος, η μάκρη πορεία* * *μακρύς, μακρός; μακροχρόνιος, μακροπρόθεσμος ( долгосрочный)прошло́ до́лгийое вре́мя — πολύς καιρός πέρασε
до́лгий путь — ο μακρύς δρόμος, η μακρή πορεία
-
4 длина
длин||а́ж τό μήκος, τό μάκρος, ἡ μα-κρότητα [-ης]:пять метров в \длинау πέντε μέτρα μάκρος· \длина улицы τό μήκος τοῦ δρόμου· меры \длинаώ τά μέτρα μήκους· рас-тяну́ться во всю \длинау́ ξαπλώνομαι μακρύς πλατύς. -
5 дальность
-и θ.1. το μάκρος, μακρότητα, μεγάλη απόσταση•дальность пути το μάκρος του δρόμου•
средная дальность перевозок грузов μέση απόσταση μεταφοράς φορτίων.
2. το βεληνεκές, η εμβέλεια•дальность полета снаряда το βεληνεκές του βλήματος.
-
6 длина
-ы θ.1. μήκος, μάκρος•меры -ы μέτρα μήκους•
длина окружности μήκος περιφέρειας•
длина пути, реки το μήκος δρόμου, ποταμού•
он растянулся во всю -у αυτός ξάπλωσε φαρδιά-πλατιά.
2. διάρκεια•длина рабочего дня διάρκεια εργατικής μέρας•
длина рассказа το μάκρος διηγήματος.
-
7 долгота
-ы, πλθ. -готы θ.1. μάκρος, μήκος•долгота дня το μάκρος της μέρας.
2. γεωγραφικό μήκος.3. (γλωσ.) μακρότητα (χρόνος προφοράς γράμματος ή συλλαβής). -
8 долгота
1. геогр. το μήκοςастрономическая - αστρονομικό -, ουράνιο -2. (продолжи-тельность) η διάρκεια 3. (протяжение чего-л. в длину) το μάκρος, το μήκος, στο μά-κρος/μήκος 4. (звука) (лингв) η μακρότητα (του ήχου/της φωνής).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > долгота
-
9 протяжённость
το μήκος, το μάκρος, η έκταση, η επέκταση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > протяжённость
-
10 длинный
1) μακρύς, μακρόςдли́нный путь — η μακρή πορεία
2) спорт.бег на дли́нные диста́нции — ο δρόμος αντοχής
-
11 длинный
дли́нн||ыйприл μακρύς, μακρός:(человек) с \длинныйыми руками ὁ μακροχέρης, ὁ μακρόχειρ· ◊ у него́ \длинный язык разг ἐχει μακριά γλώσσα, σοδ εἶναι μιά γλώσσα. -
12 длительность
длительностьж ἡ διάρκεια, τό μάκρος. -
13 долгий
долг||ийприл1. μακρύς, μακρός:\долгийое молчание ἡ μακρά σιωπή· \долгийая жизнь ἡ μακρόχρονη ζωή· \долгийая зима ὁ μεγάλος χειμώνας· \долгийое время γιά πολύ καιρό, ἐπί πολύ·2. лингв.:\долгий гласный τό μακρόν φωνήεν \долгий слог ἡ μακρά συλλαβή· ◊ откладывать дело в \долгий ящик разг ἀναβάλλω κάποια ὑπόθεση ἐπ' ἀπειρον (или ἐπ' ἀόριστον)· это \долгийая песия разг εἶναι βαρετή ὑπόθεση. -
14 долго
долгонареч γιά πολύ (καιρό), ἐπί πολύ, ἐπί μακρόν χρόνον, πολλή ὠρα:это дело \долго тянется αὐτή ἡ δουλειά τραβά σέ μάκρος, αὐτή ἡ δουλειά παρατραβάει· ◊ \долго ли до беды τό κακό δέν ἀργεῖ νά ἔρθει. -
15 продольный
продольныйприл ὁ κατά μήκος, στό μάκρος, ἐπιμήκης:\продольный разрез ἡ τομή κατά μήκος. -
16 протяженность
протяже||енностьж ἡ ἔκταση [-ις], τό μήκος, τό μάκρος. -
17 размазывать
размазыватьнесов1. πασαλείβω/ μουντζουρώνω (чернила, сажу и т. п.):\размазывать грязь по лицу́ πασαλείβω τό πρόσωπο μέ λάσπη·2. (о манере рассказывать) разг τραβώ σέ μάκρος. -
18 протяжённость
[πρατιζιόνναστ'] ουσ. θ. έκταση, μήκος, μάκρος -
19 протяжённость
[πρατιζιόνναστ'] ουσ θ έκταση, μήκος, μάκρος -
20 бесконечный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно1. άπειρος, ατέλειωτος, απέραντος, ατέρμων, αχανής•время и пространство -ы ο χρόνος και ο χώρος είναι άπειροι.
2. μακρός, -ρύς, ατέλειωτος, ατελεύτητος•-ая дорога ατέλειωτος δρόμος•
бесконечный рассказ ατέλειωτο διήγημα•
- ая дробь (μαθ.) το απειροστόν.
|| ασταμάτητος, ακατάπαυστος, συνεχής, διαρκής•-ые жалобы συνεχή παράπονα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μακρός — long masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάκρος — length neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακρός — ά, ό (AM μακρός, ά, όν, ιων. θηλ. μακρή) 1. αυτός που έχει μεγάλο μήκος, μακρύς, επιμήκης (α. «μακροί δρόμοι» β. «οὕνεκ ἄρ οὐ τόξοισι μαχέσκετο δουρί τε μακρῷ», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που έχει μεγάλο ύψος, υψηλός (α. «μακρός στύλος» β. «γαῑα... ξυνή … Dictionary of Greek
μάκρος — ους και ου, το (AM μάκρος) η μακρότητα, το μήκος, η έκταση ενός αντικειμένου στην οριζόντια διάστασή του («το μάκρος τού δρόμου») νεοελλ. 1. η επιμήκυνση, το μάκρεμα 2. χρονική παράταση, μεγάλη διάρκεια 3. απομάκρυνση («μη μπορώντας να βαστά το… … Dictionary of Greek
μάκρος — το 1. το μήκος: Το μάκρος του φορέματος έφτανε μέχρι το πάτωμα. 2. μάκρεμα, επιμήκυνση: Το σακάκι σου θέλει μάκρος. 3. φρ., «τράβηξε σε μάκρος», παρατάθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα: Η διαμάχη τράβηξε σε μάκρος. 4. στον πληθ., μάκρη μεγάλη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μακρός — ά, ό μακρύς (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βραχὺς ὁ βίος ἀνθρώπῳ εὖ πράττοντι, δυστυχοῦντι δὲ μακρός. — βραχὺς ὁ βίος ἀνθρώπῳ εὖ πράττοντι, δυστυχοῦντι δὲ μακρός. См. Коротать время … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
μακρά — μακρός long neut nom/voc/acc pl μακρά̱ , μακρός long fem nom/voc/acc dual μακρά̱ , μακρός long fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακρότερον — μακρός long adverbial comp μακρός long masc acc comp sg μακρός long neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροτάτω — μακρός long masc/neut nom/voc/acc superl dual μακρός long masc/neut gen superl sg (doric aeolic) μακροτάτω farthest off indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροτάτων — μακρός long fem gen superl pl μακρός long masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)