-
1 μακαρ
-
2 μάκαρ
μακάριος, α, ον / μάκαρ, gen. μάκαρος блаженный, счастливый (ср. Макарий, Макар) -
3 μάκαρ
-
4 μακάριος
=μάκαρ -
5 μακαιρα
-
6 Μακαρων νησοι
-
7 Αιολιων
-
8 μακαρτος
-
9 νησος
дор. νᾶσος ἥ остров(ἥ Κρήτης ν. Diod.)
μακάρων νῆσοι Hes. — Острова Блаженных (см. μάκαρ);Δορὴς νᾶσος Soph. = Πελοπόννησος -
10 ροπαλικος
3булавовидный, утолщающийся к концуστίχος ῥ. — булавовидный стих (в котором каждое слово на один слог длиннее предыдущего, напр. ὦ μάκαρ΄ Ἀτρείδη, μοιρηγενές, ὀλβιόδαιμον Hom.)
-
11 τρισμακαρ
-
12 μακάριος
μακάριος, α, ον / μάκαρ, gen. μάκαρος блаженный, счастливый (ср. Макарий, Макар) -
13 μακαρισμοί
μακαρισμοί οιдевять заповедей блаженства, с которых начинается Нагорная проповедь Господа Иисуса ХристаЭтим.< дргр. μακάριος < μάκαρ «счастливый, блаженный»Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > μακαρισμοί
См. также в других словарях:
Μάκαρ — blessed masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάκαρ — blessed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάκαρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Αίολου και της Αμφιθέας. Αγάπησε την αδελφή του, Κανάκη, με την οποία συνδέθηκε. Όταν ο Αίολος έμαθε τις σχέσης τους, έστειλε στην Κανάκη ένα ξίφος, με το οποίο αυτοκτόνησε πρώτα εκείνη και ύστερα ο Μ. Ο… … Dictionary of Greek
μακάρτατον — μάκαρ blessed masc acc sg μάκαρ blessed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακάρτερον — μάκαρ blessed masc acc sg μάκαρ blessed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακαιρῶν — μάκαρ blessed fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακαρτάτη — μάκαρ blessed fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακαρτάτου — μάκαρ blessed masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακαρτάτῳ — μάκαρ blessed masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακαρτέρη — μάκαρ blessed fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μακάρεσι — Μάκαρ blessed masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)