-
1 μάγισσα
[магисса] ουσ. Θ. колдунья, чародейка, ведьма,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μάγισσα
-
2 ведьма
ведьмаж1. ἡ μάγισσα·2. (злая женщина) ἡ στρίγγλα. -
3 колдунья
колдун||ьяж ἡ μάγισσα. -
4 чародейка
чародей||каж ἡ μάγισσα, ἡ γόησσα. -
5 ведьма
[βιέντ'μα] ουσ. θ. μάγισσα -
6 колдунья
[καλντούν'για] ουσ. θ. μάγισσα -
7 чародейка
[τσαραντιέϊκα] ουσ. θ. μάγισσα -
8 ведьма
[βιέντ'μα] ουσ θ μάγισσα -
9 колдунья
[καλντούν'για] ουσ θ μάγισσα -
10 чародейка
[τσαραντιέϊκα] ουσ θ μάγισσα -
11 баба
баба 1-ы θ.1. χωρική, χωριάτισσα (παντρεμένη). || παλ. γυναίκα αμόρφωτη, απολίτιστη,2. (απλ.) η σύζυγος.3. γυναίκα•вздорная баба ανόητη (άμυαλη) γυναίκα.
4. (είρν.για άντρα αδύνατου χαρακτήρα) γυναίκα.5. (παλ.) βλ. бабушка.εκφρ.баба-яга – (στα ρωσ. παραμύθια) γριά μάγισσα, στρίγγλα•бой-баба – αποφασιστική γυναίκα, αντρογυναίκα•каменная баба – αρχαίο πέτρινο είδωλο•снежная баба – χιονάνθρωπος.баба 2-ы θ.κόπανος, βαριό, πασσαλομπήχτης.баба 3-ы θ.γλυκό ταψιού (μεγάλου κυλινδρικού σχήματος). -
12 ведьма
-ы θ.1. μάγισσα, μαγεύτρα.2. υβρ. στρίγλα, μέγαιρα. -
13 волшебник
-а α., -ница, -ы θ. μάγος, μάγισσα, γόης, γόησσα. -
14 ворожея
-и θ.μάντισσα• μάγισσα. -
15 колдунья
-и θ.μάγισσα, γδησσα, μαγεύτρα, γητεύτρα. -
16 фея
-и θ.μάγισσα, μαγεύτρα.
См. также в других словарях:
μάγισσα — η (Μ μάγισσα) βλ. μάγος … Dictionary of Greek
μάγισσα — η θηλ. του μάγος αυτή που ασχολείται με τη μαγεία και τις απόκρυφες επιστήμες, η μάντισσα: Για κάθε πρόβλημα έτρεχε σε μάγισσες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στρίγγλα — Μάγισσα, γριά κυρίως, που εμφανίζεται στα παραμύθια κι έχει τις ίδιες ιδιότητες που έχουν οι νεράιδες, που τις χρησιμοποιούν όμως για το κακό. Πραγματικά, ενώ η νεράιδα είναι υπερφυσικό πλάσμα, αγαθό και ενεργητικό στον άνθρωπο, στον οποίο… … Dictionary of Greek
μάγος — Στην αρχαιότητα, το μέλος μιας μηδικής φυλής με βαθιά γνώση της θρησκείας, που επιδιδόταν σε αστρολογικές και μαντικές τεχνικές και χαρακτηριζόταν για τις επιστημονικές του γνώσεις· επίσης, ο ιερέας και σοφός των αρχαίων Περσών που ασχολείτο με… … Dictionary of Greek
μάγα — μάγα, ἡ (Μ) μάγισσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. maga «μάγισσα»] … Dictionary of Greek
Sabrina, the Animated Series — infobox television show name = Sabrina, the Animated Series caption = Sabrina and Salem, as they appeared in Sabrina, the Animated Series . format = Animated television series runtime = 30 Minutes creator = Savage Steve Holland, based on the… … Wikipedia
Nikos Papazoglou — Νίκος Παπάζογλου Background information Born 20 March 1948(1948 03 20) Origin … Wikipedia
Лаврангас, Дионисиос — Дионисиос Лаврангас греч. Διονύσιος Λαυράγκας Род деятельности: композитор, дирижер и музыкальный педагог Дата рождения … Википедия
Οδυσσέας — Περίφημος ήρωας του ομηρικού έπους, γιος του βασιλιά της Ιθάκης, Λαέρτη και της Αντίκλειας. Στην Ιλιάδα είναι ο πιστός συνεργάτης του Αγαμέμνονα και των άλλων ηρώων, πολεμιστής γενναίος, συνετός και πανούργος. Στην Οδύσσεια, της οποίας είναι ο… … Dictionary of Greek
αστρολογία — Παρατήρηση των άστρων για την πρόβλεψη του μέλλοντος, σύμφωνα με την πίστη ότι αυτά το καθορίζουν. Η α. γεννήθηκε στη Μεσοποταμία τη 2η χιλιετία π.Χ. ως θρησκευτική τέχνη, ένας τρόπος να έρθει κανείς σε επαφή με τους θεούς που ταυτίζονται με τα… … Dictionary of Greek
γελλού — η (Μ γελλού) [Γελλώ] 1. (υβριστικά, για γυναίκα) στρίγγλα 2. μάγισσα … Dictionary of Greek