-
1 повар
поварм ὁ μάγειρας, ὁ μάγειρος:шеф-\повар ὁ ἀρχιμάγειρας. -
2 Butcher
subs.P. and V. μάγειρος, ὁ (Eur., Cycl., also Ar.), met., P. and V. φονεύς, ὁ, V. μιαιφόνος, ὁ or ἡ, σφαγεύς, ὁ.——————v. trans.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Butcher
-
3 Cook
subs.P. and V. μάγειρος, ὁ (Eur., Cycl. 397, also Ar.), P. ὀψοποιός, ὁ.Like a good cook: use adv. Ar. μαγειρικῶς.——————v. trans.Ar. and P. ὀπτᾶν, πέσσειν.Boil: P. and V. ἕψειν (Eur., Cycl. 404).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Cook
См. также в других словарях:
μάγειρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάγειρος — και μάγερος και μάγειρας και μάγερας, ο, θηλ. μαγείρισσα και μαγέρισσα (AM μάγειρος, θηλ. μαγείρισσα, Α δωρ. τ. μάγιρος, αιολ. τ. μάγοιρος, θηλ. μαγείραινα, Μ και μάγειρας και μάγερας) αυτός που παρασκευάζει φαγητά, που έχει έργο να μαγειρεύει (α … Dictionary of Greek
μάγειρος — ο ο μάγειρας (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαγείροις — μάγειρος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγείρου — μάγειρος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγείρους — μάγειρος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγείρων — μάγειρος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγείρῳ — μάγειρος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάγειρε — μάγειρος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάγειροι — μάγειρος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάγειρον — μάγειρος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)