Перевод: с английского на греческий

с греческого на английский

λῷστος

  • 1 Best

    adj.
    P. and V. ριστος, βέλτιστος, κρτιστος, V. φέρτατος, λῷστος (used in Plat., but rare P.), βέλτατος (rare), ἔξοχος. Vocative, also V. φέριστε (used once in Plat.).
    Fairest: P. and V. κάλλιστος.
    Be best, v.: V. πρεσβεύειν (Soph., Ant. 720).
    We will do our best to prevent it: P. οὐ περιοψόμεθα κατὰ τὸ δυνατόν (Thuc. 1, 53).
    The fort was built in the best part of the country for committing depredations: P. ἐπὶ τῆς χώρας τοῖς κρατίστοις εἰς τὸ κακουργεῖν ὠδοκομεῖτο τὸ τεῖχος (Thuc. 7, 19).
    Have the best of it: P. περιεῖναι, πλέον ἔχειν.
    To the best of one's ability: P. κατὰ δύναμιν. best, adv. P. and V. ριστα, βέλτιστα, κάλλιστα.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Best

См. также в других словарях:

  • λώστος — λῷστος, η, ον (Α) 1. πάρα πολύ επιθυμητός 2. πάρα πολύ καλός («ᾦ λῷστε πῶλε», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

  • λῷστος — o masc nom sg λωίων o masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῴστω — λῷστος o masc/neut nom/voc/acc dual λῷστος o masc/neut gen sg (doric aeolic) λωίων o masc/neut nom/voc/acc dual λωίων o masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῷστον — λῷστος o masc acc sg λῷστος o neut nom/voc/acc sg λωίων o masc acc sg λωίων o neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῷστα — λῷστος o neut nom/voc/acc pl λωίων o neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῷστε — λῷστος o masc voc sg λωίων o masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῷστοι — λῷστος o masc nom/voc pl λωίων o masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λώιστα — λῷστος o neut nom/voc/acc pl λωίων o neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῷσθ' — λῷσθα , λάω 1 pres opt act 2nd sg (epic) λῷσθε , λάω 1 pres opt mp 2nd pl λῷσθα , λάω 2 seize pres opt act 2nd sg (epic doric) λῷσθε , λάω 2 seize pres opt mp 2nd pl (doric) λῷσθα , λάζω fut opt act 2nd sg (epic) λῷστα , λῷστος o neut nom/voc/acc …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῷστ' — λῷστα , λῷστος o neut nom/voc/acc pl λῷστε , λῷστος o masc voc sg λῷσται , λῷστος o fem nom/voc pl λῷστα , λωίων o neut nom/voc/acc pl λῷστε , λωίων o masc voc sg λῷσται , λωίων o fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγαθός — ή, ό (Α ἀγαθός, ή, όν) καλός, χρηστός, ενάρετος νεοελλ. 1. καλόψυχος, άκακος 2. υπερβολικά εύπιστος, αφελής, ανόητος 3. το ουδ. ως ουσ. το αγαθό* αρχ. 1. συνετός, φρόνιμος 2. ευγενής στην καταγωγή 3. γενναίος, ανδρείος 4. αυτός που έχει επίδοση… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»