Перевод: со всех языков на греческий
- Со всех языков на:
- Английский
λῶδιξ
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
λώδιξ — λῶδιξ, ικος, ἡ (Α) κλινοσκέπασμα, κουβέρτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι δάνεια από τη λατ. lōdix «κουβέρτα, σκέπασμα», η οποία με τη σειρά της αποτελεί πιθ. κελτικό δάνειο] … Dictionary of Greek
λωδίκι(ο)ν — και λωτίκιον, τὸ (Α) [λώδιξ] 1. μικρή κουβέρτα, κλινοσκέπασμα 2. μανδύας, επενδύτης … Dictionary of Greek
λωδικάριος — λωδικάριος, ὁ (Α) κατασκευαστής λωδικίων, κουβερτών, κλινοσκεπασμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λῶδιξ, ικος + κατάλ. άριος] … Dictionary of Greek