-
1 frugal
λιτός -
2 небогатый
небогат||ыйприл ὄχι πλούσιος, μέ μέτρια οἰκονομικά μέσα / λιτός (скромный)/ ἀνεπαρκής, ὀλιγοστός (недостаточный):\небогатыйая семья ὄχι πλούσια οίκογένεια· \небогатый выбор ἡ περιορισμένη ποικιλία. -
3 немногословный
немногословныйприл λιτός, λακωνικός (о стиле)/ [ό]λιγόλογος (о человеке). -
4 неприхотливый
неприхотли́в||ыйприл1. λιτός, ὁλιγαρκής / βολικός (тк. о человеке)·2. (простой) μή περίπλοκος, ἀπλός:\неприхотливыйый вкус τό ἀπλό γούστο. -
5 простой
прост||о́й Iприл1. (нетрудный, несложный) ἀπλός [-ους], εὐκολος:\простойа́я задача ἀπλό (εύκολο) πρόβλημα· \простойо́е дело ἀπλή ὑπόθεση·2. (обыкновенный) απλος [-οϋς], κοινός/ λιτός (о пище, о столе):\простой костюм τό ἀπλό κοστούμι· \простойые люди οἱ ἀπλοί ἀνθρωποι· \простойые смертные οἱ κοινοί θνητοί·3. (естественный, безыскусственный) φυσικός, ἀπλός/ ἀγαθός, ἀπλοϊκός (простодушный)·4. (не составной) ἀπλός [-οῦς]:\простойо́е число́ мат πρώτος ἀριθμός· ◊ \простойым глазом μέ γυμνό μάτι.простой IIм (в работе) τό χασομέρι. -
6 скромный
скромн||ыйприл1. σεμνός, μετριόφρων, σεμνοπρεπής·2. (простой, незатейливый, незначительный) ἀπλός (о туалете и т. п.)/ λιτός (о еде)/ μέτριος (о заработке). -
7 austere
[o:'stiə](severely simple and plain; without luxuries or unnecessary expenditure: an austere way of life.) λιτός, απέριττος -
8 severe
[sə'viə]1) ((of something unpleasant) serious; extreme: severe shortages of food; a severe illness; Our team suffered a severe defeat.) σοβαρός2) (strict or harsh: a severe mother; severe criticism.) αυστηρός3) ((of style in dress etc) very plain: a severe hairstyle.) λιτός•- severely- severity -
9 simple
['simpl]1) (not difficult; easy: a simple task.) απλός2) (not complicated or involved: The matter is not as simple as you think.) απλός3) (not fancy or unusual; plain: a simple dress/design; He leads a very simple life.) απλός,λιτός4) (pure; mere: the simple truth.) απλός,σκέτος,καθαρός5) (trusting and easily cheated: She is too simple to see through his lies.) αφελής,ανυποψίαστος6) (weak in the mind; not very intelligent: I'm afraid he's a bit simple, but he's good with animals.) αγαθός•- simplicity
- simplification
- simplified
- simplify
- simply
- simple-minded
- simple-mindedness -
10 немногословный
[νιμνογκασλόβνυΤ] εκ. λιτός, λακωνικός -
11 немногословный
[νιμνογκασλόβνυΤ] εκ. λιτός, λακωνικός -
12 неприхотливый
[νιπριχατλίβυϊ] εκ. λιτός -
13 немногословный
[νιμνογκασλόβνυΤ] επ λιτός, λακωνικός -
14 немногословный
[νιμνογκασλόβνυΤ] επ λιτός, λακωνικός -
15 неприхотливый
[νιπριχατλίβυϊ] επ λιτός -
16 воздержанный
επ., βρ: -жан, -жанна, -жанно.1. εγκρατής, εφεκτικός.2. ολιγαρκής, λιτός.3. μετρημένος, μετριπαθής. -
17 голодный
επ., βρ: -ден, -дна, -дно.1. πεινασμένος, νηστικός•очень голодный πειναλέος•
-ая собака πεινασμένο σκυλί•
быть -ден είμαι πεινασμένος, πεινώ•
-ая смерть θάνατος από την πείνα•
-ые боли νυγμοί του στομάχου από την πείνα.
2. άφορος, άγονος, άκαρπος•голодный год άκαρπος χρόνος•
голодный край άγονη περιοχή, φτωχότοπος.
3. φτωχικός, πενιχρός, λιτός, γλίσχρος•голодный обед φτωχικό φαγητό•
голодный паек πενιχρό βοήθημα τροφής, βοήθημα πείνας.
-
18 невзыскательный
επ., βρ: -лен, -льна, -оευμεταχείριστός, καλόβολος, μη απαιτητικός, ευσυμβίβαστος, συγκαταβατικός. || λιτός, απλός, συνηθισμένος, μη εξεζητημέμος. -
19 неприхотливый
επ., βρ: -лив, -а, -оλιτός, ολιγαρκής•-ив в ед λιτοδίαιτος•
вкус απλός γούστος•
неприхотливый верблюд η λιτή γκαμήλα.
|| φυσικός, απλός, μη πολύπλοκος•неприхотливый рисунок απλό σχέδιο.
-
20 нетребовательный
επ., βρ: -лен, -льна, -о1. μη απαιτητικός•нетребовательный учитель δάσκαλος μη επιεικής προς τους μαθητές.
2. μετριόφρονας; ολιγαρκής, λιτός.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
λιτός — (I) ή, ό (AM λιτός, ή, όν) 1. απλός, ακαλλώπιστος, απέριττος (α. «λιτό ύφος» β. «λιτὴ δίαιτα», Πλούτ.) 2. αυτός που αρκείται σε ολίγα, ολιγαρκής, λιτοδίαιτος («λιτὸς γενόμενος τοῑς ἔχουσι μὴ φθόνει», Διον. Κωμ.) 3. το ουδ. ως ουσ. το λιτό(ν) η… … Dictionary of Greek
λιτός — λῑτός , λίς 2 smooth fem gen sg λιτός simple masc nom sg λῑτός , λιτός simple masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιτός — ή, ό αυτός που αρκείται σε λίγα, ο ολιγαρκής, ο απέριττος: Η διακόσμηση του σπιτιού μας είναι λιτή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λιτόν — λιτός simple masc acc sg λιτός simple neut nom/voc/acc sg λῑτόν , λιτός simple masc acc sg λῑτόν , λιτός simple neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιτοῖο — λιτός simple masc/neut gen sg (epic) λῑτοῖο , λιτός simple masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιτοῖς — λιτός simple masc/neut dat pl λῑτοῖς , λιτός simple masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιτοί — λιτός simple masc nom/voc pl λῑτοί , λιτός simple masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιτούς — λιτός simple masc acc pl λῑτούς , λιτός simple masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιτῶ — λιτός simple masc/neut gen sg (doric aeolic) λῑτῶ , λιτός simple masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιτῶς — λιτός simple adverbial λῑτῶς , λιτός simple adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιτῷ — λιτός simple masc/neut dat sg λῑτῷ , λιτός simple masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)