Перевод: со всех языков на греческий

λᾰλ-ιή

Ничего не найдено.

Попробуйте поискать во всех возможных языках

или измените свой поисковый запрос.

См. также в других словарях:

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Удвоение — или редупликация (лат. reduplicatio) особый вид образования корней или основ при помощи повторения корня или сложения его с самим собою. У. свойственно всем языкам и встречается также на первых ступенях онтогенетического развития языка в детском… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… …   Dictionary of Greek

  • μεγίστατος — μεγίστατος, ον (ΑM) ο υπερβολικά μεγάλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέγας + υπερθ. κατάλ. ίστατος (πρβλ. λαλ ίστατος)] …   Dictionary of Greek

  • σουφισμός — Ο ισλαμισμός «μυστικισμός» (από την αραβική λέξη σουφ=μαλλί), επειδή οι πρώτοι μουσουλμάνοι ασκητές φορούσαν ενδυμασία από χοντρό μάλλινο ύφασμα). Το σημαντικότερο κέντρο των ισλαμικών ασκητομυστικιστικών τάσεων υπήρξε το Ιράκ και ιδιαίτερα η… …   Dictionary of Greek

  • ψευδίστατος — ιστάτη, ον, ΜΑ ανώμαλος τ. υπερθ. τού ψευδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδής, κατά τα υπερθ. σε ίστατος (πρβλ. λαλ ίστατος)] …   Dictionary of Greek

  • ψευδίστερος — ιστέρα, ον, ΜΑ ανώμαλος τ. συγκριτ. τού ψευδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδής, κατά τα συγκρ. σε ίστερος (πρβλ. λαλ ίστερος)] …   Dictionary of Greek

  • Ντάκα — (Dhaka). Πόλη (8.942.300 κάτ. το 2003) και πρωτεύουσα του Μπαγκλαντές και της ομώνυμης διοίκησης (1.439 τ. χλμ., 8.444.900 κάτ. το 2003). Είναι χτισμένη στην αριστερή όχθη του ποταμού Μπουριγκάνγκα (βραχίονας του δέλτα του Βραχμαπούτρα), κατά… …   Dictionary of Greek

  • Πακιστάν — Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει στα Β με την Κίνα, στα Δ με το Αφγανιστάν και το Ιράν, στα Α με την Ινδία ενώ στα Ν βρέχεται από την Αραβική Θάλασσα.Tο Πακιστάν είναι μια «ινδική» χώρα υπό την έννοια ότι γεωγραφικά αποτελεί μέρος της «ινδικής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»