Перевод: со всех языков на греческий
- Со всех языков на:
- Английский
λίναμαι
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
λίναμαι — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τρέπομαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λιάζομαι] … Dictionary of Greek
λιάζομαι — (Α) 1. αποσύρομαι, απομακρύνομαι, αποχωρώ («ἐκ ποταμοῑο λιασθεὶς σχοίνῳ ὑπεκλίνθη», Ομ. Οδ.) 2. (για πρόσ. και για πράγματα) υποχωρώ (α. «ὁ δ ὕπαιθα λιάσθη», Ομ. Ιλ. β. «ἀμφὶ δ ἄρα σφι λιάζετο κῡμα θαλάσσης», Ομ. Ιλ.) 3. (για φάντασμα)… … Dictionary of Greek
λιμός — ο (AM λιμός, ὁ, Α και λιμός, ή) μεγάλη και παρατεταμένη έλλειψη ειδών διατροφής που παρουσιάζει ευρεία γεωγραφική εξάπλωση και προκαλεί αύξηση τής θνησιμότητας λόγω πείνας («λιμῷ δ οἴκτιστον θανέειν», Ομ. Οδ.) || (μσν. αρχ.) πειναλέος άνθρωπος… … Dictionary of Greek
lei-2 — lei 2 English meaning: to eliminate, dissipate, disappear; weak, thin Deutsche Übersetzung: “eingehen, abnehmen, schwinden; mager, schlank” Note: (from *el ei ) Material: a. Gk. λίναμαι τρέπομαι Hes., λιάζομαι “weiche from,… … Proto-Indo-European etymological dictionary