Перевод: с английского на греческий

с греческого на английский

λάφυρα

  • 1 booty

    λάφυρα

    English-Greek new dictionary > booty

  • 2 booty

    ['bu:ti]
    (goods taken from eg an enemy by force (especially in wartime): The soldiers shared the booty among themselves; the burglars' booty.) λάφυρα, μπάζα

    English-Greek dictionary > booty

  • 3 loot

    [lu:t] 1. noun
    (something which is stolen: The thieves got away with a lot of loot.) λάφυρα, λεία
    2. verb
    (to rob or steal from (a place): The soldiers looted the shops of the captured town.)

    English-Greek dictionary > loot

  • 4 plunder

    1. verb
    (to rob or steal from (a place): The soldiers plundered and looted (the city).) λεηλατώ
    2. noun
    (the things stolen: They ran off with their plunder.) λάφυρα,λεία

    English-Greek dictionary > plunder

  • 5 spoils

    noun plural (profits or rewards: the spoils of war; the spoils of success.) λάφυρα,τρόπαια

    English-Greek dictionary > spoils

  • 6 Arms

    subs.
    P. and V. ὅπλα, τά, V. τεύχη, τά; see also War.
    Arms stripped from the dead: P. and V. σκῦλα, τά (sing. also in V.), σκυλεύματα, τά, V. λφυρα, τά; see Strip.
    Bear arms against, v.: P. ὅπλα ἐπιφέρειν (dat.).
    By force of arms: P. κατὰ κράτος.
    By violence: P. and V. βίᾳ.
    Carry arms, v.: P. σιδηροφορεῖν, or mid.
    Take up arms, v.: P. and V. πόλεμον αἴρεσθαι.
    Under arms: P. and V. ἐν ὅπλοις, P. σὺν ὅπλοις, V. ἐφʼ ὅπλοις.
    Wearing similar arms, adj.: P. ὁμόσκευος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Arms

  • 7 Booty

    subs.
    P. and V. λεία, ἡ, ἁρπαγή, ἡ.
    Quarry: P. and V. ἄγρα, ἡ (Plat. but rare P.), ἄγρευμα, τό (Xen.), θήρα, ἡ (Xen.), V. θήραμα, τό.
    Arms taken from the foe: P. and V. σκῦλα, τά (sing. also in V.), σκευλεύματα, τά, V. λφυρα, τά.
    Person or thing preyed on: V. σκῦλον, τό, ἕλωρ, τό, ἕλκημα, τό, διαφθορά, ἡ, ἁρπαγή, ἡ.
    Thing to be devoured: Ar. and V. φορβή, ἡ, V. θοινατήριον, τό, θοίνη. ἡ.
    Drive off booty, v.: V. λεηλατεῖν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Booty

  • 8 Plunder

    subs.
    Booty: P. and V. λεία, ἡ, ἁρπαγή, ἡ.
    Act of plundering: P. and V. ἁρπαγή, ἡ (or pl. in V.), P. πόρθησις, ἡ, λῃστεία, ἡ, σύλησις, ἡ.
    Arms taken from a foe: P. and V. σκῦλα, τά (sing. also in V.). σκυλεύματα, τά. V. λφυρα, τά.
    ——————
    v. trans.
    P. and V. πορθεῖν, ἐκπορθεῖν, διαπορθεῖν, ἁρπάζειν, ναρπάζειν, διαρπάζειν. συλᾶν, λῄζεσθαι, φέρειν, P. ἄγειν καὶ φέρειν, διαφορεῖν, λῃστεύειν, V. πέρθειν, ἐκπέρθειν (also Plat. but rare P.).
    I am plundered: Ar. γομαι φέρομαι (Nub. 241).
    Overrun: P. κατατρέχειν, καταθεῖν.
    Drive off plunder: P. and V. λεηλατεῖν (Xen.).
    Strip the dead of arms: P. and V. σκυλεύειν.
    Plunder in return: V. ἀντιπορθεῖν.
    Help to plunder: V. συμπορθεῖν (τινί τινα).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Plunder

  • 9 Spoil

    v. trans.
    Plunder: P. and V. πορθεῖν, διαπορθεῖν, ἐκπορθεῖν, ἁρπάζειν, ναρπάζειν, διαρπάζειν, συλᾶν, λῄζεσθαι, φέρειν, P. ἄγειν καὶ φέρειν, διαφορεῖν, λῃστεύειν, V. πέρθειν, ἐκπέρθειν (also Plat. but rare P.); see plunder.
    Strip the dead of arms: P. and V. σκυλεύειν.
    Ravage: P. and V. δῃοῦν, τέμνειν, P. κείρειν, κακουργεῖν, ἀδικεῖν.
    Deprive: P. and V. ποστερεῖν. V. ποστερίσκειν; see Deprive.
    Ruin, injure: P. and V. διαφθείρειν, λυμαίνεσθαι (acc. or dat.); see Injure.
    We will entreat him not to spoil the meeting: P. δεησόμεθα αὐτοῦ... μὴ διαφθείρειν τὴν συνουσίαν (Plat., Prot. 338D).
    Pamper: P. διαθρύπτειν, V. ἁβρνειν.
    Be spoiled, pampered: P. and V. τρυφᾶν.
    Disgrace: P. and V. αἰσχνειν, καταισχύνειν, μιαίνειν.
    V. intrans.
    Be injured: P. and V. διαφθείρεσθαι.
    Be spoiling ( be eager) for a fight: P. πολεμησείειν; at sea, P. ναυμαχησείειν.
    ——————
    subs.
    Plunder: P. and V. λεία, ἡ, ἁρπαγή, ἡ.
    Arms taken from the dead: P. and V. σκῦλα, τά, σκλευμα, τά, V. λφυρα, τά.
    Booty, prey: P. and V. ἄγρα, ἡ (Plat. but rare P.), ἄγρευμα, τό (Xen.); see Prey.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Spoil

  • 10 loot

    1) λάφυρα
    2) λεηλατώ
    3) λεφτά

    English-Greek new dictionary > loot

См. также в других словарях:

  • λάφυρα — τα (AM λάφυρα) βλ. λάφυρο …   Dictionary of Greek

  • λάφυρα — λάφῡρα , λάφυρα spoils neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαφύρα — και λαφύρι, το βοτ. κοινή ονομασία φυτού …   Dictionary of Greek

  • Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • λαφυροπώλης — ο (Α λαφυροπώλης) αυτός που αγοράζει συνολικά τα λάφυρα για λειανική πώληση, μεταπωλητής λαφύρων («καὶ λαφυροπώλας καταστήσαντες ἐπώλουν», Ξεν.) αρχ. στον πληθ. οἱ λαφυροπῶλαι (στη Σπάρτη) αξιωματικοί στην υπηρεσία τού βασιλιά που φρόντιζαν για… …   Dictionary of Greek

  • πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… …   Dictionary of Greek

  • σκύλο — το / σκῡλον, ΝΑ καθετί που διαρπάζεται από σκοτωμένο στρατιώτη, προϊόν σκύλευσης («τὰς πτέρυγας... τῇ Νίκῃ φορεῑν ἔδοσαν... σκῡλον ἀπὸ τῶν πολεμίων», Αριστοφ.) αρχ. 1. (κυρίως στον πληθ.) τὰ σκῡλα τα όπλα που αφαιρούνται από σκοτωμένο εχθρό,… …   Dictionary of Greek

  • Αλέξανδρος ο Μέγας — (Πέλλα 356 – Βαβυλώνα 323 π.Χ.). Βασιλιάς της Μακεδονίας (336–323), γιος του Φιλίππου B’ και της Ολυμπιάδας, κόρης του βασιλιά των Μολοσσών της Ηπείρου Νεοπτολέμου. Προικισμένος με σπάνια σωματική αντοχή και δύναμη (που του επέτρεψε να γυμνάσει… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»