-
1 λόφος
[лофос] ουσ. а. холм, бугор.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > λόφος
-
2 возвышенность
-
3 холм
-
4 холм
-а κ. παλ. -а, πλθ. холмы κ. παλ. холмы α. ο λόφος•лесистый холм δασωμένος λόφος•
могильный холм ο τύμβος.
-
5 высота
1. (расстояние по вертикали) το ύψοςабсолютная - (над уровнем моря) απόλυτο/πραγματικό - (πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας)критическая ав. - κρίσιμο -, τελικό -- надводного борта (судна) - εξάλων, εφεδρικό -- неровностей профиля по десяти точкам (шероховатость поверхности) - των δέκα σημείων (τραχύτητας της επιφάνειας)пьезометрическая - πιεζο-μετρικό -, υδροστατικό -2. (звука) το ύψος (συχνότητα) του ήχου 3. (вертикальный рамер балки, сосуда и т.п.) το ύψοςмаксимальная - μέγιστο -, ανώτερο -4. (возвышенность) το ύψωμαο λόφος5. астр. το ύψοςисправленная - (нвг.) διορθωμένο -истинная - αληθές (του εξάντα) -, πραγματικό -- μεσημβρινού, το μεσημβρινό έξαρμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > высота
-
6 холм
ο λόφοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > холм
-
7 бугор
бугорм ὁ λόφος, τό βουναλάκι, ἡ μαγούλα, ὁ γήλοφος. -
8 взгорье
взгорьес ὁ λόφος, τό βουναλάκι. -
9 возвышенность
возвы́шенн||остьж1. геогр. τό ὑψωμα, ὁ λόφος, τό βουναλάκι, τό ὑψίπεδο·2. (мыслей, чувств) τό Όψος, ἡ ὑψηλοφροσυνη. -
10 горка
горкаж1. уменыи. ὁ γήλοφος, τό βουναλάκι, ὁ λόφος·2. (для посуды) ἡ πιατοθήκη. -
11 холм
холмм ὁ λόφος:моги́льный \холм ὁ τύμβος. -
12 взгорье
[βζγκόρ'ιε] ουσ. ο. λόφος -
13 холм
[χόλμ] ουσ. α. λόφος -
14 взгорье
[βζγκόρ'ιε] ουσ ο λόφος -
15 холм
[χόλμ] ουσ α λόφος -
16 взгорье
я ουδ.βουναλάκι, ύψωμα, λόφος•по долинам и по -ям στις κοιλάδες και• στα βουναλάκια.
-
17 высота
-ы θ.1. το ύψος, το ψήλος•высота дома το ύψος του σπιτιού•
высота над уровнем моря το υψόμετρο• υψοδείχτης•
высота полета το ύψος πτήσης•
набирать -у πετώ προς τα πάνω, ανίπταμαι, υψώνομαι•
в -е στα οψη•
на -е 10 м. σε υψος 10 μ.
2. ύψωμα, λόφος, βουναλάκι• κο•высота мантные -ы (στρατ;) τα δεσπόζοντα υψώματα.
3. βαθμός• μέγεθος•высота давления ύψος πίεσης•
температуры το ύψος της θερμοκρασίας•
высота знаний το μέγεθος των γνώσεων•
высота техники το ύψος της τεχνικής.
εκφρ.быть ή оказаться на -е положения – στέκομαι στο ύψος των περιστάσεων. -
18 изволок
-а α. (διαλκ.) λόφος, ύψωμα. -
19 курган
-а α. παλ.τύμβος• ανάχωμα. || λόφος βουναλάκι. || πλθ. γήψωμα. -
20 угор
-а α. (διαλκ.) γήλοφος• λόφος.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
λόφος — back of the neck masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόφος — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 790 μ., 74 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 74 χλμ. Α της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διακοπτού. Μέχρι το 1955… … Dictionary of Greek
Λόφος — Sp Lòfas Ap Λόφος/Lofos L Š Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
λόφος — ο ύψωμα γης χαμηλότερο από το βουνό: Έχτισε ένα σπιτάκι στην κορυφή του λόφου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μουσών, λόφος — Αρχαιότατος λόφος της Αθήνας, ύψους 147 μ., που βρίσκεται ανατολικά του λόφου της Πνύκας και νοτιοδυτικά απέναντι από την Ακρόπολη. Ο λόφος αυτός είχε ονομαστεί έτσι γιατί ήταν αφιερωμένος στις Μούσες. Από παρερμηνεία θεωρήθηκε πως πήρε το όνομά… … Dictionary of Greek
Καπιτώλιο ή Καπιτωλίνος λόφος — (Capitolium). Μικρός λόφος της Ρώμης, ΒΔ του Παλατίνου λόφου, όπου βρισκόταν κατά την αρχαιότητα η ακρόπολη της αρχαίας πόλης και ο ναός του Δία. Είχε υψόμετρο 46 49 μ. λόγω των δύο κορυφών του, στη μία από τις οποίες βρισκόταν η ακρόπολη και στη … Dictionary of Greek
Αβεντίνος λόφος — Ένας από τους επτά λόφους, ο νοτιότερος, πάνω στους οποίους είχε χτιστεί η Ρώμη. Κατοικήθηκε για πρώτη φορά την εποχή του βασιλιά Άγκου Μάρτιου και, παρότι βρισκόταν μέσα στο τείχος του Σέρβιου Τούλιου, έμεινε έξω από τα όρια της πόλης για… … Dictionary of Greek
Κυρινάλιος λόφος — (Mons Quirinalis). Ένας από τους επτά λόφους της Ρώμης, στην αριστερή όχθη του Τίβερη. Έλαβε την ονομασία του από τον ομώνυμο ναό που φιλοξενούσε στην κορυφή του. Προτού ο Σέρβιος διαιρέσει την περιοχή σε συνοικίες, ονομαζόταν λόφος (collis), ενώ … Dictionary of Greek
Λυκαβηττός — Λόφος (277 μ.) στο κέντρο της Αθήνας, κωνικού σχήματος. Η πρόσβαση στον λόφο διευκολύνεται με τελεφερίκ. Στην κορυφή του Λ. υπάρχει η εκκλησία του Άη Γιώργη (που παλαιότερα είχε δώσει την ονομασία σε όλο τον λόφο), ενώ στη δυτική πλαγιά βρίσκεται … Dictionary of Greek
Αρδηττός — Λόφος της Αθήνας, πάνω από το Παναθηναϊκό στάδιο· οφείλει το όνομά του, σύμφωνα με τους αρχαίους γραμματικούς, στον αττικό ήρωα Αρδήττη, που ήταν ο πρώτος που κατόρθωσε να μονιάσει τους πολίτες της Αθήνας και να βάλει φραγμό στις συχνές… … Dictionary of Greek
Ζαφέρ Παπούρα — Λόφος (300 μ.) της Κρήτης. Βρίσκεται σε απόσταση ενός χιλιομέτρου από την αρχαία Κνωσό. Στην περιοχή του βρέθηκε νεκροταφείο της τελευταίας υστερομινωικής περιόδου με πλούσιους σε κτερίσματα τάφους (13ος 14ος αι. π.Χ.). Το όνομά του οφείλεται στη … Dictionary of Greek