Перевод: с английского на все языки

со всех языков на английский

λόγου+χάριν

  • 1 Reason

    subs.
    Rational faculty: P. and V. λόγος, ὁ; use mind.
    Cause: P. and V. αἰτία, ἡ, Ar. and P. αἴτιον, τό.
    Plea: P. and V. λόγος, ὁ, πρόφασις, ἡ, σκῆψις, ἡ.
    In reason: see Reasonably.
    Anything in reason: P. ὁτιοῦν τῶν δυνατῶν.
    It stands to reason: P. and V. εἰκός (ἐστι), εὔλογόν (ἐστι).
    By reason of: P. and V. δι (acc.), ἕνεκα (gen.), χριν (gen.) (Plat.), V. εἵνεκα (gen.), Ar. and V. ἕκατι (gen.), οὕνεκα (gen.), sometimes in P. παρά (acc.) (Dem. 545).
    For what reason? P. and V. δι τ; τοῦ χριν; V. ἐκ τνος λόγου; see Why.
    For no reason: V. ἐξ οὐδένος λόγου.
    For other reasons: P. and V. ἄλλως.
    For many reasons we may expect victory: P. κατὰ πολλὰ εἰκὸς ἐπικρατῆσαι (Thuc.).
    ——————
    v. intrans.
    P. and V. λογίζεσθαι, P. συλλογίζεσθαι.
    Reason rightly: P. and V. ὀρθῶς γιγνώσκειν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Reason

  • 2 Ground

    subs.
    P. and V. γῆ, ἡ, P. ἔδαφος, τό, Ar. and V. γαῖα, ἡ, χθών, ἡ, πέδον, τό, δπεδον, τό (Eur., Ion, 576, Or. 1645) (also Xen.), V. οὖδας, τό.
    Land for cultivating: P. and V. γῆ, ἡ, ἀγρός, ὁ (or pl.), Ar. and V. ρουρα, ἡ (Plat. also but rare P.), γύαι, οἱ.
    On the ground: use adv., Ar. and V. χαμαί, πέδοι (also Plat. but rare P.).
    Sleeping on the ground, adj.: V. χαμαικοίτης,
    Fallen on the ground: V. χαμαιπετής.
    Walking the ground: V. πεδοστιβής, χθονοστιβής.
    To the ground: use adv., Ar. and V. χαμᾶζε, V. πέδονδε ἔραζε (Æsch., frag.).
    From the ground: V. γῆθεν, Ar. χαμᾶθεν.
    Under the ground: see Underground.
    He is an enemy to the whole city and the very ground it stands on: P. ἐχθρός (ἐστιν) ὅλῃ τῇ πόλει καὶ τῷ τῆς πόλεως ἐδάφει (Dem. 99).
    The city stood on high ground: P. (ἡ πόλις) ἦν ἐφʼ ὑψηλῶν χωρίων (Thuc. 3, 97).
    met., Excuse: P. and V. πρόφασις, ἡ.
    Reason, plea: P. and V. λόγος, ὁ.
    Cause: P. and V. αἰτία, ἡ.
    Principle: P. and V. ἀρχή, ἡ, P. ὑπόθεσις, ἡ.
    Ground for, pretext for: P. and V. φορμή, ἡ (gen.).
    On the ground of: P. and V. κατ (acc.).
    On all grounds: P. and V. πανταχῆ.
    On neither ground: P. κατʼ οὐδέτερον.
    On what ground? V. ἐκ τνος λόγου;
    Why? P. and V. τ; τοῦ χριν; P. τοῦ ἕνεκα; διὰ τί; V. πρὸς τ; εἰς τ; τί χρῆμα; τνος χριν; τνος ἕκατι; ἐκ τοῦ; see Why.
    Go over old ground constantly: P. θάμα μεταστρέφεσθαι ἐπὶ τὰ εἰρημένα (Plat., Crat. 428D).
    Gain ground, v.: P. and V. προχωρεῖν.
    Lose ground: P. ἐλασσοῦσθαι.
    Stand one's ground: P. and V. φίστασθαι, μένειν, P. μένειν κατὰ χώραν.
    Recover ground lost through indolence: P. τὰ κατερρᾳθυμημένα πάλιν ἀναλαμβάνειν (Dem. 42).
    ——————
    v. trans.
    Secure, make firm: P. βεβαιοῦν.
    Plant, fix: P. and V. πηγνύναι, V. ἐρείδειν, ἀντερείδειν.
    Ground arms: P. ὅπλα τίθεσθαι.
    Instruct: P. and V. διδάσκειν, παιδεύειν; see Instruct.
    Run ( a ship) aground: P. and V. ὀκέλλειν, P. ἐποκέλλειν, V. κέλλειν, ἐξοκέλλειν.
    Run aground, v. intrans.: P. ὀκέλλειν, ἐποκέλλειν, V. ἐξοκέλλειν.
    Ground on ( as a ship on a reef): P. and V. πταίειν πρός (dat.).
    ——————
    adj.
    Of corn: P. ἀληλεμένος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Ground

См. также в других словарях:

  • χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… …   Dictionary of Greek

  • DICIS causa — DICIS causâ apud Plin. l. 28. c. 2. Sub calcem si Pantifici accidae Ditis causâ epulanti, in mensa utique id reponi, adolerique ad Larem, piatio est: est boni ominis causa. Cum enim inaugurationes et sacra fierent, epulis interesse solebant… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… …   Dictionary of Greek

  • Μάξγουελ, Τζέιμς Κλερκ — (James Clerk Maxwell, Εδιμβούργο 1831 – Κέιμπριτζ 1879). Άγγλος φυσικομαθηματικός. Είχε φανερώσει δείγματα ιδιαίτερης ευφυΐας από πολύ μικρή ηλικία (ήταν 14 ετών όταν παρουσίασε την πρώτη του εργασία). Ακολούθησε μαθήματα πρώτα στο πανεπιστήμιο… …   Dictionary of Greek

  • АФАНАСИЙ I ВЕЛИКИЙ — [Греч. ̓Αθανάσιος ὁ Μέγας] (ок. 295, Александрия? 2.05.373, там же), cвт. (пам. 18 янв., 2 мая), еп. Александрийский (с 8 июня 328), великий отец и учитель Церкви. Свт. Афанасий Великий. Фреска собора мон ря прп. Антония Великого в Египте. XIII в …   Православная энциклопедия

  • ЕВХАРИСТИЯ. ЧАСТЬ I — [греч. Εὐχαριστία], главное таинство христ. Церкви, состоящее в преложении (μεταβολή изменение, превращение) приготовленных Даров (хлеба и разбавленного водой вина) в Тело и Кровь Христовы и причащении (κοινωνία приобщение; μετάληψις принятие)… …   Православная энциклопедия

  • Монофизитство — Христианство Портал:Христианство Библия Ветхий Завет · Новый Завет …   Википедия

  • Миафизитство — Проверить информацию. Необходимо проверить точность фактов и достоверность сведений, изложенных в этой статье. На странице обсуждения должны быть пояснения …   Википедия

  • Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… …   Dictionary of Greek

  • ЕПИФАНИЙ КИПРСКИЙ — [греч. ᾿Επιφάνιος ὁ τῆς Κύπρου; лат. Epiphanius Constantiensis in Cypro], свт. (пам. 12 мая) (ок. 315, сел. Бесандука, Палестина 12 мая 403), еп. г. Констанции (древний Саламин, ныне пригород Фамагусты, Кипр), отец и учитель Церкви, богослов… …   Православная энциклопедия

  • ИОАНН ДАМАСКИН — Прп. Иоанн Дамаскин. Икона. Нач. XIV в. (скит св. Анны на Афоне) Прп. Иоанн Дамаскин. Икона. Нач. XIV в. (скит св. Анны на Афоне) [греч. ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκήνος, ὁ Χρυσορρόας, лат. Ioannes Damascenus] (2 я пол. VII в., Дамаск до 754 г.), прп. (пам …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»