-
1 λυρικός
[лирикос] εκ. лирический.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > λυρικός
-
2 лирический
-
3 лирический
επ.λυρικός•лирический поэт λυρικός ποιητής•
-ое отступление λυρική παρέκβαση•
лирический беспорядок ποιητική ακαταστασία.
-
4 лирика
литер. η λυρική ποίησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > лирика
-
5 лирический
лири́ческ||ийприл λυρικός· ◊ \лирическийое отступление ἡ λυρική παρέκβαση, ἡ "λλοτριολογία. -
6 лирический
[λιρίτσισκιϊ] εκ. λυρικός -
7 лирический
[λιρίτσισκιϊ] επ λυρικός -
8 лира
лира 1-ы θ.1. λύρα (μουσ. όργανο). || λυρική ποιητική έμπνευση, λυρικός οίστρος.2. είδος μουσ. οργάνου με δοξάρι.εκφρ.лира-птица – βλ. лирохвост.лира 2-ы θ.λιρέτα (νομισ. μονάδα Ιταλίας)• λίρο: (Τουρκίας). -
9 лирик
-а α.λυρικός ποιητής. -
10 лиричный
επ., βρ: -чен, -чна, -чкоλυρικός, πλήρης λυρισμού. -
11 лирный
επ.λυρικός, της λύρας.
См. также в других словарях:
λυρικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυρικός — ή, ό (AM λυρικός, ή, όν) [λύρα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λύρα («λυρικῆς ἄκουε μούσης», Ανακρεόντ.) 2. φρ. α) «λυρική ποίηση» το είδος τής ποίησης με το οποίο εκφράζονται κυρίως υποκειμενικά συναισθήματα, απόψεις και βιώματα τού ποιητή … Dictionary of Greek
λυρικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λύρα. 2. αυτό που ψαλλόταν με τη συνοδεία λύρας: Λυρική ποίηση. 3. ποίημα που εκφράζει το συναισθηματικό κόσμο του ποιητή: Ο Πορφύρας είναι λυρικός ποιητής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λυρικά — λυρικός of neut nom/voc/acc pl λυρικά̱ , λυρικός of fem nom/voc/acc dual λυρικά̱ , λυρικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυρικῶν — λυρικός of fem gen pl λυρικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυρικόν — λυρικός of masc acc sg λυρικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τιμοκρέων — Λυρικός ποιητής και αθλητής από τη Ρόδο. Επειδή τον εξόρισαν ως μηδίζοντα, σατίρισε δηκτικά τον Θεμιστοκλή. Σατίρισε επίσης τον ποιητή Σιμωνίδη, που του απάντησε με το επίγραμμα: «Πολλά πιών και πολλά φαγών και πολλά κακ’ ειπών ανθρώπους· κείμαι… … Dictionary of Greek
Φιλόδαμος — Λυρικός ποιητής από τη Σκάρφεια, (τέλη 4ου αι. π.Χ. – αρχές 3ου αι. π.Χ.). Ήταν πρόξενος των Δελφών, και επί άρχοντα Ετυμώνδα (335 – 334 ή 325 – 324 π.Χ.) έγραψε έναν παιάνα προς τιμήν του Διονύσου, που διατηρήθηκε χαραγμένος πάνω σε πέτρα.… … Dictionary of Greek
λυρικοῖς — λυρικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυρικοί — λυρικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυρικοῦ — λυρικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)