-
1 λυπημένος
[липимэнос] επ. огорченный, печальный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > λυπημένος
-
2 грустный
-
3 печальный
печальный θλιβερός, λυπηρός· λυπημένος (скорбный)' \печальный случай το λυπηρό επεισόδιο* * *θλιβερός, λυπηρός; λυπημένος ( скорбный)печа́льный слу́чай — το λυπηρό επεισόδιο
-
4 горе
гор||ес1. ἡ λύπη, ἡ θλίψη [-ις], ἡ πίκρα, ὁ καημός, ὁ πόνος, ἡ δυστυχία:причинить кому-л, \горе φέρνω μεγάλη στενοχώρια σέ κάποιον удрученный \гореем κατα-λυπημένος, τεθλιμμένος, συντριμμένος ἀπ' τή συμφορά· с \горея ἀπό τόν καημό· к моему́ \горею или на мое \горе προς δυστυχίαν μου, δυστυχώς γιά μένα, γιά τήν κακή μου τύχη· \горе в том, что... τό κακό εἶναι πώς...·2. (в сложи, сущ.) ирон.:\горе-ры-боло́в ψαράς τῆς κακίας ὠρας· ◊ \горе мыкать κακοτυχώ, κακοπαθαίνω· ему́ и \горея мало разг δέν τόν μέλλει γιά τίποτε· \горе мне с ней разг βρήκα τό μπελά μου μαζί της· с \гореем пополам разг ὅπως-δπως, κουτσάστραβά· слезами \горею не поможешь погов. μέ τά δάκρυα δέ σώζεσαι. -
5 грустиый
гру́сти||ыйприл λυπημένος, θλιβερός, μελαγχολικός, περίλυπος:\грустиыйые воспоминания οἱ θλιβερές ἀναμνήσεις· \грустиыйая песня τό μελαγχολικό τραγούδι. -
6 огорченный
огорч||енныйприч. и прил λυπημένος, στενοχωρημένος, πικραμένος. -
7 опечаленный
опечаленныйприч. и прил θλιμμένος, λυπημένος, περίλυπος. -
8 грустный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно.1. λυπημένος, θλιμμένος, θλιφτός,τεθλιμμένος•-ая песня θλιμμένο τραγούδι•
-ые воспоминания θλιμμένες αναμνήσεις•
-ое лицо θλιμμένο πρόσωπο•
-ая улыбка θλιμμένο χαμόγελο.
|| θλιβερός.2. άσχημος, ανεπιτυχής, για κλάφιμο•-ые результаты работы άσχημα αποτελέσματα της δουλειάς.
-
9 кручинный
επ. (λκ. ποίηση) λυπημένος, Θλιμμένος, πικραμένος, σεκλετισμένος. -
10 неудовлетворённый
επ.ανικανοποίητος, αδικαίωτος. || παραπονεμένος, δυσαρεστημένος• λυπημένος. -
11 огорчённый
επ. από μτχ.λυπημένος, στενοχωρημένος, πικραμένος, φαρμακωμένος. -
12 опечаленный
επ. από μτχ.θλιμμένος, λυπημένος, περίλυπος•опечаленный вид θλιμμένη όψη.
-
13 печальный
επ.1. θλιμμένος, λυπημένος πικραμένος•очень печальный περίλυπος.
2. λυπηρός, θλιβερός, λυπητερός οδυνηρός, αλγηνός.3. αξ ι-ολύπητος, οικτρός. -
14 подавленный
επ. από μτχ.1. συγκρατημένος, περ ιορ ισμένος• πν ιγμένος•подавленный стон συγκρατημένος στεναγμός.
2. θλιμμένος, λυπημένος, βαρυαλγής•-ое настроение δυσθυμία, βαριο-θυμιά.
-
15 понурый
επ., βρ: -кур, -а, -оσκυφτός, με σκυμμένο το κεφάλι, κατηφής. || λυπημένος, θλιμμένος. -
16 прискорбный
επ.., βρ: прискорбный бен-бна, -бно; θλιμμένος, λυπηρός θλιβερός, λυπημένος, λυπητερός•прискорбный вид θλιμένη όψη•
прискорбный факт, случай λυπηρό γεγονός, συμβάν.
-
17 сиротливый
επ. βρ: -лив, -а, -оορφανεμένος, μόνος, μοναχικός, μονήρης. || θλιμμένος, λυπημένος. -
18 скорбный
επ., βρ: -бен, -бна, -бно.1. λυπημένος, θλιμμένος•-ая мать λυπημένη μάνα•
-ое лицо θλιμμένο πρόσωπο.
|| λυπηρός, λυπητερός• θλιβερός•скорбный голос θλιβερή φωνή•
стон θλιβερός στεναγμός.
2. άρρωστος, ανήμπορος.εκφρ.скорбный лист – παλ. ιστορία άρρωστου. -
19 скучающий
επ. από μτχ.θλιφτός, θλιμμένος, λυπημένος•скучающий вид θλιμμένη όψη.
-
20 туманный
επ.-анен, -анна, -анно.1. ομιχλώδης, καταχνιασμένος, ανταριασμένος•-ая полоса ομιχλώδης ζώνη•
туманный день ομιχλώδης μέρα.
|| της ομίχλης•туманный сигнал το σημείο της ομίχλης• το ομιχλόκερας.
|| μτφ. θαμπός, θολός, μουντός•туманный силуэт θαμπή σιλουέτα.
2. μτφ. ασαφής, ασαφήνιστός• αόριστος• σκοτεινός• αξεκαθάριστός• δυσνόητος• δυσεξήγητος.3. μτφ. θαμπός, θολός, μουντός•туманный взор θαμπόβλέμμα•
-ые глаза от тоски θολά μάτια απο θλίψη.
|| συγχυσμένος, μπερδεμένος, σκοτισμένος•-ая голова σκοτισμένο κεφάλι.
|| λυπημένος•-ое лицо θλιμμένο πρόσωπο.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
λυπημένος — η, ο (Μ λυπημένος, η, ον) αυτός που κατέχεται από λύπη ή πένθος, θλιμμένος, στενοχωρημένος, περίλυπος μσν. 1. λυπητερός 2. πένθιμος 3. ευσπλαχνικός, συμπονετικός. επίρρ... λυπημένα λυπητερά, θλιμμένα, στεναχωρημένα («μέ κοίταξε λυπημένα και έφυγε … Dictionary of Greek
λυπάμαι — (σπάν. λυπούμαι), λυπήθηκα, λυπημένος βλ. πίν. 79 Σημειώσεις: λυπάμαι : η μτχ. λυπημένος χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο (→ αυτός που νιώθει ή εκφράζει, φανερώνει λύπη) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
Δάρδανος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Ιλλυριού και εγγονός του Κύκλωπα Πολύφημου και της Γαλάτειας. Από τον Δ. είχε αποκληθεί Δαρδανία η Ιλλυρία,που βρισκόταν στη θέση της σημερινής Αλβανίας.Αργότερα, η χώρα ονομάστηκε πάλι Ιλλυρία. 2. Γιος… … Dictionary of Greek
έλλυπος — ἔλλυπος, ον (Α) περίλυπος, λυπημένος, θλιμμένος … Dictionary of Greek
ήμερος — η, ο (AM ἥμερος, ον, Α θηλ. και ἡμερα, δωρ. τ. ἅμερος, ον) 1. (για ζώα) ο εξημερωμένος από τον άνθρωπο (α. «ήμερα σκυλιά» β. «χῆνα φέρων... ἥμερον ἐξ αὐλῆς», Ομ. Οδ.) 2. (για φυτά) ο καλλιεργημένος από τον άνθρωπο («ξύλου ἡμερης ἐλαίης», Ηρόδ.) 3 … Dictionary of Greek
αδημονώ — (Α αδημονώ, έω) 1. ανησυχώ, ανυπομονώ, αγωνιώ, «κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα» 2. στενοχωριέμαι υπερβολικά, κατέχομαι από άγχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Έχουν προταθεί διάφορες ετυμολογίες. Επικρατέστερη φαίνεται εκείνη που ανάγει τη λ. ἀδήμων (απ’ όπου… … Dictionary of Greek
ακράχολος — ἀκράχολος, ον και ἀκρόχολος (Α) 1. αυτός που οργίζεται εύκολα, οξύθυμος, οργίλος 2. (για ζώα) άγριος 3. πολύ λυπημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η ετυμολόγηση τής λ. από τον τ. *ἀκρᾱτ χολος < *ἄκρᾱς (=άκρατος) + χολή, όπου το α΄ συνθ. θα μπορούσε να θεωρηθεί… … Dictionary of Greek
αλύω — ἀλύω και ἀλύω (Α) 1. είμαι βαθιά ταραγμένος, αναστατωμένος ή λυπημένος, βρίσκομαι εκτός εαυτού 2. είμαι πολύ συγκινημένος από χαρά 3. βρίσκομαι σε αμηχανία, έχω σαστίσει, δεν ξέρω τί να κάνω 4. νιώθω πλήξη, ανία 5. είμαι καταπονημένος 6. είμαι… … Dictionary of Greek
βαρύκαρδος — και βαρόκαρδος, η, ο βαρύθυμος, λυπημένος … Dictionary of Greek
βαρύλυπος — η, ο (Α βαρύλυπος, ον) βαριά λυπημένος, περίλυπος … Dictionary of Greek
διστάζω — (AM διστάζω) δεν αποφασίζω με ευκολία, έχω επιφυλάξεις, ταλαντεύομαι μσν. νεοελλ. δεν αποφασίζω κάτι νεοελλ. φρ. «δεν διστάζει προ ουδενός» είναι αδίστακτος, δεν έχει κανένα ηθικό φραγμό αρχ. (παθ. μτχ.) δισταζόμενος, η, ον αμφίβολος, αβέβαιος.… … Dictionary of Greek