-
1 сожаление
-я ουδ.1. λύπη, θλίψη-- о прошедшем θλίψη για το παρελθόν: горькие -я πικρές θλίψεις.2. συμπόνοια, λύπηση• ευσπλαχνία• ψυχοπόνια• οίκτος•возбудить сожаление κινώ (προξενώ) τον οίκτο•
ощущать сожаление αισθάνομαι οίκτο, συμπονώ•
без -я χωρίς οίκτο, αλύπητα•
достойный -я (είναι) αξιολύπητος•
выражать своё сожаление εκφράζω τη λύπη μου.
εκφρ.к -ю – δυστυχώς•к моему -ю – προς μεγάλη μου λύπη. -
2 выразить
-
3 грусть
-
4 огорчение
-
5 огорчить
огорчить πικραίνω, προξενώ λύπη· я огорчён тем, что... λυπούμαι που... \огорчиться πικραίνομαι* * *πικραίνω, προξενώ λύπηя огорчён тем, что… — λυπούμαι που...
-
6 печаль
-
7 скорбь
-
8 сожаление
сожаление с η λύπη· η συμπόνια (сочувствие) ◇ к \сожалениею δυστυχώς* * *сη λύπη; η συμπόνια ( сочувствие)••к сожале́нию — δυστυχώς
-
9 траур
траур м το πένθος, η λύπη· быть в \трауре έχω πένθος* * *мτο πένθος, η λύπηбыть в тра́уре — έχω πένθος
-
10 огорчение
огорч||ениес ἡ λύπη, ἡ στενοχώρια, ἡ πίκρα:быть в \огорчениеении εἶμαι στενοχωρημένος· причинять \огорчениеение кому-л. προξενώ λύπη σέ κάποιον. -
11 милость
-и θ.1. καλοσύνη, αγαθότητα, φιλανθρωπία. || συμπόνια, οίκτος, λύπη• έλεος, ευσπλαχνία•по -и Божией παλ. ελέω θεού•
по -и ή из -и από οίκτο (λύπη).
|| χάρη•просить -и ζητώ (να μου δοθεί) χάρη.
2. αγαθοεργία, ευεργεσία. || ελεημοσύνη.3. εύνοια, εμπιστοσύνη•быть у кого в -и έχω την εμπιστοσύνη•
выйти из -и χάνω την εμπιστοσύνη.
εκφρ.по -и – α) χάρη σε κάποιον, β) από φταίξιμο κάποιου•ваша милость – η χάρη σας•- ью Божией – παλ. θείο δώρο, θεϊκό χάρισμα (για ταλέντο)•милость просим (прошу) – σας παρακαλώ•сделайте милость – α) κάντε μου τη χάρη. β) παρακαλώ•скажите на милость – πέστε μου παρακαλώ•сдаваться на милость победителя – παραδίνομαι στο έλεος του νικητή. -
12 неудовольствие
-я ουδ.1. δυσαρέσκεια, κακοφαν ισμός, λύπη, θλίψη, πίκρα•к великому моему -ю προς μεγάλη μου λύπη•
выражать своё неудовольствие εκφράζω τη -δυσαρέσκεια μου•
скрывать своё неудовольствие κρύβω (δε φανερώνω) τη δυσαρέσκεια μου•
смотреть на что с -ем βλέπω κάτι με κακό μάτι.
2. παλ. παρεξήγηση, δυσαρέστηση. -
13 прискорбие
-я ουδ.παλ. θλίψη, λύπη, άλγος•душевное прискорбие θλίψη της ψυχής, ψυχικό άλγος•
к -ю моему για δική μου θλίψη•
с -ем με θλίψη, με λύπη.
-
14 безысходный
безысходн||ыйприл ἀπαρηγόρητος:\безысходныйое горе ἡ ἀπαρηγόρητη λύπη. -
15 беспечальный
беспечальныйприл ἄθλιβος, ἄλυπος, χωρίς λύπη, χωρίς στενοχώριες. -
16 горе
гор||ес1. ἡ λύπη, ἡ θλίψη [-ις], ἡ πίκρα, ὁ καημός, ὁ πόνος, ἡ δυστυχία:причинить кому-л, \горе φέρνω μεγάλη στενοχώρια σέ κάποιον удрученный \гореем κατα-λυπημένος, τεθλιμμένος, συντριμμένος ἀπ' τή συμφορά· с \горея ἀπό τόν καημό· к моему́ \горею или на мое \горе προς δυστυχίαν μου, δυστυχώς γιά μένα, γιά τήν κακή μου τύχη· \горе в том, что... τό κακό εἶναι πώς...·2. (в сложи, сущ.) ирон.:\горе-ры-боло́в ψαράς τῆς κακίας ὠρας· ◊ \горе мыкать κακοτυχώ, κακοπαθαίνω· ему́ и \горея мало разг δέν τόν μέλλει γιά τίποτε· \горе мне с ней разг βρήκα τό μπελά μου μαζί της· с \гореем пополам разг ὅπως-δπως, κουτσάστραβά· слезами \горею не поможешь погов. μέ τά δάκρυα δέ σώζεσαι. -
17 грусть
грустьж ἡ λύπη, ἡ θλίψη [-ις], ἡ μελαγχολία. -
18 жалость
жалост||ьж ἡ εὐσπλαγχνία, ὁ οίκτος, ἡ συμπόνοια, ἡ λύπη:из \жалостьи ἀπό συμπό-νοιά ◊ какая \жалость1 τί κρίμα! -
19 закручиниться
закручи́нитьсясов народн.-поэт. μελαγχολώ, μέ πιάνει στενοχώρια, μέ πιάνει λύπη. -
20 кручина
кручи́н||аж поэт. ἡ λύπη, ὁ ю-ημός, ἡ θλίψη [-ις].
См. также в других словарях:
λύπη — η (AM λύπη) 1. το δυσάρεστο συναίσθημα που προέρχεται από ψυχικό πόνο, η θλίψη, η στενοχώρια, η πικρία, σε αντιδιαστολή με τη χαρά (α. «με λύπη εγκάρδια εθεωρούσε όλα τα μνήματα», Σολωμ. β. «οὕτω κοινόν τι ἄρα χαρᾷ καὶ λύπῃ δάκρυά ἐστιν», Ξεν.) 2 … Dictionary of Greek
λύπη — η 1. θλίψη, οδύνη: Πέθανε από τη λύπη της για το χαμό του άντρα της. 2. οίκτος, συμπόνια: Κράτησε από λύπη τα κουτάβια. 3. δυσαρέσκεια για κάτι που δεν έπρεπε να συμβεί: Εκφράσαμε τη λύπη μας για την ατυχία που τον βρήκε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λύπη — λύ̱πη , λύπη pain of body fem nom/voc sg (attic epic ionic) λύ̱πη , λυπέω grieve pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) λύ̱πη , λυπέω grieve imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύπῃ — λύ̱πῃ , λύπη pain of body fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυπῇ — λῡπῇ , λυπέω grieve pres subj mp 2nd sg λῡπῇ , λυπέω grieve pres ind mp 2nd sg λῡπῇ , λυπέω grieve pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λῦπαι — λύπη pain of body fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυπηρός — ή, ό, θηλ. και ά (AM λυπηρός, ά, όν) (για πρόσ. ή πράγμ.) αυτός που προξενεί λύπη, θλιβερός, οδυνηρός, δυσάρεστος (α. «μόλις άκουσε τα λυπηρά συμβάντα έτρεξε να τήν παρηγορήσει» β. «ἐρεῑς μὲν οὐχὶ νῡν γέ μ ὡς ἄρξασά τι λυπηρὸν εἶτα σοῡ τάδ… … Dictionary of Greek
λυπητικός — λυπητικός, ή, όν (AM) [λυπώ] αυτός που αισθάνεται λύπη αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ λυπητικόν η ικανότητα να λυπάται, να αισθάνεται λύπη κάποιος («ὁ ἐπικήδειος αὐλός... ἐξαιρεῑ και ἀναλίσκει τὸ λυπητικόν», Πλούτ.). επίρρ... λυπητικά και λυπητικῶς (Μ)… … Dictionary of Greek
λυπώ — (AM λυπῶ, έω) 1. κάνω κάποιον να αισθανθεί λύπη, προξενώ θλίψη, δυσαρεστώ, πικραίνω (α. «μέ λύπησε πολύ η συμπεριφορά του» β. «τῶν δὲ πημονῶν μάλιστα λυποῡσ αἳ φανῶσ αὐθαίρετοι», Σοφ. γ. «ἄγαν με λυπεῑς καὶ σὺ καὶ τὸ σὸν λέχος», Σοφ.) 2. μέσ.… … Dictionary of Greek
αλύπητος — η, ο (Α ἀλύπητος, ον) αυτός που δεν λυπάται ή δεν λυπήθηκε, ο άλυπος νεοελλ. 1. αυτός που δεν αισθάνεται λύπη για τους άλλους, ανελέητος, άσπλαχνος, άπονος, σκληρός 2. αυτός που δεν αξίζει να τόν λυπηθεί, να τόν σπλαχνιστεί κανείς 3. αφειδής,… … Dictionary of Greek
λυπητερός — ή, ό 1. αυτός που προξενεί λύπη, που δημιουργεί μελαγχολική διάθεση, λυπηρός, θλιβερός («λυπητερή ιστορία») 2. αυτός που εκφράζει λύπη, θρηνώδης, πονεμένος, παραπονιάρικος («λυπητερό τραγούδι») 3. εύσπλαχνος, συμπονετικός. επίρρ... λυπητερά·1. με … Dictionary of Greek