-
1 λυκοφιλία
[ликофилиа] ουσ. Θ. непрочная дружба,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > λυκοφιλία
См. также в других словарях:
λυκοφιλία — λυκοφιλίᾱ , λυκοφιλία wolf s fem nom/voc/acc dual λυκοφιλίᾱ , λυκοφιλία wolf s fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυκοφιλία — η (Α λυκοφιλία) [λυκοφίλιος] επιφανειακή, ψευδής και ύπουλη φιλία μεταξύ ανθρώπων που αλληλομισούνται («οὐδέν ἐστιν αἴσχιον λυκοφιλίας», Μάρκ. Αυρ.) … Dictionary of Greek
λυκοφιλία — η ψεύτικη και ανειλικρινής φιλία: Οι πολιτικοί ηγέτες στη Βουλή δείχνουν λυκοφιλία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λυκοφιλίας — λυκοφιλίᾱς , λυκοφιλία wolf s fem acc pl λυκοφιλίᾱς , λυκοφιλία wolf s fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυκοφιλίαν — λυκοφιλίᾱν , λυκοφιλία wolf s fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)