-
1 Charger
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Charger
-
2 Dish
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Dish
-
3 Plate
subs.Dish: Ar. λεκάνη, ἡ, λοπάς, ἡ.Silver plate: P. ἀργύριον ἄσημον.Gold plate: P. χρυσίον ἄσημον.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Plate
См. также в других словарях:
λοπάς — flat dish fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοπάς — η (Α λοπάς, άδος) πήλινο αβαθές και ανοιχτό σκεύος φαγητού, πιατέλα αρχ. 1. το τηγάνι 2. είδος χύτρας 3. η σορός 4. ασθένεια τής ελιάς 5. ασθένεια από την οποία σαπίζουν οι ρίζες τής συκιάς 6. είδος οστρακοδέρμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέπω «ξεφλουδίζω» … Dictionary of Greek
Εὗρεν ἡ λοπὰς τό πῶμα. — εὗρεν ἡ λοπὰς τό πῶμα. См. По Сеньке шапка … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
λοπάδα — λοπάς flat dish fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοπάδας — λοπάς flat dish fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοπάδες — λοπάς flat dish fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοπάδι — λοπάς flat dish fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοπάδος — λοπάς flat dish fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοπάδων — λοπάς flat dish fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοπάσι — λοπάς flat dish fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοπάσιν — λοπάς flat dish fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)