-
1 λοιπός
[липос] εκ. остальнойΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > λοιπός
-
2 прочий
επ. (στα ρωσικά• αόριστη αντων. κ. επ. στα ελληνικά)• άλλος• λοιπός• υπόλοιπος ; помимо всего -его εκτός απ όλα τ άλλα.ουσ. -ее το άλλο, το υπόλοιπο, το λοιπόν.ουσ. πλθ. -ие (για ανθρώπους) οι άλλοι.εκφρ.и прочее ή пр. ή проч. κ. παλ. и -ая – και λοιπά (κλπ.).
См. также в других словарях:
λοιπός — remaining over masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιπός — (I) ή, ό (AM λοιπός, ή, όν, Μ και ἐλοιπός, ή, όν) 1. αυτός που υπολείπεται μετά από αφαίρεση ή από χωρισμό, υπόλοιπος (α. «μόνο πέντε υπάλληλοι έκαναν απεργία, οι λοιποί πήγαν κανονικά στη δουλειά τους» β. «λοιπὸν ἀμφὶ βίοτον ἔχει... εὐδίαν»,… … Dictionary of Greek
λοιπός — ή, ό 1. αυτός που απομένει, υπόλοιπος: Οι λοιποί φίλοι θα έρθουν αύριο. 2. φρ., «του λοιπού», από δω και στο εξής: Του λοιπού θα έρχεσαι νωρίς το βράδυ· «και τα λοιπά» (κτλ.) για ό,τι εννοείται εύκολα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λοιπόν — λοιπός remaining over masc acc sg λοιπός remaining over neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιπαῖς — λοιπός remaining over fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιπαί — λοιπός remaining over fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιποῖς — λοιπός remaining over masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιποῖσι — λοιπός remaining over masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιποῖσιν — λοιπός remaining over masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιποί — λοιπός remaining over masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιποῦ — λοιπός remaining over masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)