-
1 λογοτεχνία
[логотэхниа] ουσ. Θ. литература.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > λογοτεχνία
-
2 литература
-ы θ.φιλολογία, λογοτεχνία. || το σύνολο της λογοτεχνικής παραγωγής•западноевропейская литература η δυτικοευρωπαϊκή λογοτεχνία•
советская литература σοβιετική λογοτεχνία.
|| έργο•указать -у предмета συνιστώ τα έργα επι του θέματος.
|| έντυπο υλικό.εκφρ.художественная литература – φιλολογία, λογοτεχνία. -
3 беллетрист
ο λογοτέχνης, ο πεζογράφος-ика η λογοτεχνία, ο πεζός λόγος-ический λογοτεχνικός, πεζογραφικόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > беллетрист
-
4 литература
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > литература
-
5 литература
жη φιλολογίαхудо́жественная литерату́ра — η λογοτεχνία
нау́чная литерату́ра — τα επιστημονικά συγγράματα
-
6 беллетристика
беллетрист||икаж ἡ λογοτεχνία. -
7 декадентство
декад||ентствос ἡ τέχνη (или ἡ λογοτεχνία) ιής παρακμῆς. -
8 литература
литера́т||у́раж ἡ λογοτεχνία, τά γράμματα, ἡ φιλολογία. -
9 лубочный
лубочн||ыйприл:\лубочныйая картинка см. лубок З· \лубочныйая литерату́ра ἡ χυδαία, ἡ ἀγοραία λογοτεχνία. -
10 о
о I(об, обо) предлог Α. с вин. п.1. (для обозначения соприкосновения) είς, μέ:опираться о край стола ἀκουμπῶ στήν ἄκρη τοῦ τραπεζιοῦ· биться головой о стену χτυπώ τό κεφάλι μου στον τοίχο·2. (при повторении существительного означает «рядом-»):рука о́б руку χέρι μέ χέρι· бороться бок ὁ бок ἀγωνίζομαι μαζί, ἀγωνίζομαι πλαΐ πλάι· В. с предл. ἡ. ί. (относительно) γιά, περί:говорить о чем-л. (ό)μιλῶ γιά κάτι· она не думает о нас (αυτή) δέν μᾶς σκέπτεται· лекция о греческой литературе διάλεξη γιά τήν ἐλληνική λογοτεχνία·2. (в смысле «имеющий») уст. μέ:о двух головах μέ δυό κεφάλια, δικέφαλος· стол о трех но́жках τραπέζι μέ τρία πόδια· ◊ об эту пору αὐτόν τόν καιρό.о IIмежд1. (при обращении и при восклицательных словах) &\:о, позор I & τί ντροπή!, ῶ τί ρεζιλίκι!·2. (для выражения удивления, восхищения) ῶ!:о, как хорошо́! ὦ, τί καλά!·3. (для выражения неприятных чувств) ῶχ! -
11 очерк
очеркм1. лит. τό χρονογράφημα, ἡ ἐπιφυλλίδα, τό λογοτεχνικό δοκίμιο[ν]·2. (научный труд) τό δρκίμιο[ν], ἡ μελέτη:\очерк по советской литературе δοκίμιο γιά τή σοβιετική λογοτεχνία·3. (контур) уст. ἡ περίμετρος. -
12 письменность
пи́сьменн||остьж1. ἡ,φαφή (или ἡ γραπτή) γλώσσα·2. (литература) ἡ φιλολογία, ἡ λογοτεχνία, ἡ γραμματεία, τά γράμματα. -
13 словесность
словесн||остьж уст. ἡ λογοτεχνία/ ἡ φιλολογία (наука):народная \словесность ἡ λαογραφία. -
14 современный
современн||ыйприл в разн. знач. σύγχρονος, σημερινός:\современныйая литерату́ра ἡ σύγχρονη λογοτεχνία· \современныйое положение ἡ σημερινή κατάσταση· \современныйая техника́ ἡ σύγχρονος τεχνική, ἡ μοντέρνα τεχνική:быть \современныйым εἶμαι σύγχρονος, εἶμαι μοντέρνος. -
15 художественный
художественн||ыйприл в разн. знач. κοιλλιτεχνικός:\художественныйое произведение τό καλ-λιτεχνικό ἔργο, τό ἐργο τέχνης· \художественныйая ли-терату́ра ἡ λογοτεχνία· \художественныйое исполнение ἡ καλλιτεχνική ἐκτέλεση· \художественныйая самодеятельность ὁ καλλιτεχνικός ὅμιλος ἐρασιτεχνών \художественныйая гимнастика ἡ καλλιτεχνική γυμναστική· Художественный театр τό Θέατρο τέχνης· \художественныйое училище ἡ σχόλή καλῶν τεχνών. -
16 литература
[λιτιρατούρα] ουσ. θ. λογοτεχνία -
17 словесность
[σλαβιέσναστ"] ουσ. θ. λογοτεχνία, φιλολογία -
18 литература
[λιτιρατούρα] ουσ θ λογοτεχνία -
19 словесность
[σλαβιέσναστ"] ουσ θ λογοτεχνία, φιλολογία -
20 апокрифический
επ.απόκρυφος, -φικός•-ая литература η αποκρυφική λογοτεχνία.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
λογοτεχνία — Η ενασχόληση με τον έντεχνο λόγο καθώς και το σύνολο των γραπτών κειμένων της γλώσσας μιας χώρας, μιας εποχής (ή και ευρύτερων συνόλων) που έχουν συνταχθεί με πρόθεση τη δημιουργία αισθητικών αξιών – ή ακόμα και χωρίς πρόθεση, φτάνουν κάποτε σε… … Dictionary of Greek
λογοτεχνία — η 1. η τέχνη του έντεχνου λόγου: Μελετάει περισσότερο λογοτεχνία παρά ιστορία. 2. το σύνολο των λογοτεχνημάτων ενός λαού ή μιας εποχής: Ο Ντάντε θεωρείται πατέρας της ιταλικής λογοτεχνίας. – Η μεσαιωνική λογοτεχνία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
παιδική λογοτεχνία — Aκόμα και ο ορισμός υπήρξε, στις αρχές του 20ού αι., το κέντρο οξύτατης πολεμικής. Θεωρητικά, δεν μπορεί να διακρίνει κάποιος με ακρίβεια την παιδική λογοτεχνία από τη λογοτεχνία για ενηλίκους, αν και υπάρχουν βέβαια ορισμένα βιβλία που… … Dictionary of Greek
νεγρική λογοτεχνία — Mπορεί να μοιάζει αυθαίρετη και μεροληπτική διάκριση μια ξεχωριστή αναφορά στη λογοτεχνία των νέγρων των Hνωμένων Πολιτειών, αλλά η αλήθεια είναι ότι εξαιτίας της δουλείας και του ρατσισμού, οι νέγροι που ξεριζώθηκαν από την Aφρική και… … Dictionary of Greek
Κρητική λογοτεχνία — Βλ. λ. Κρήτη (Λογοτεχνία) … Dictionary of Greek
ποιμενική λογοτεχνία — Λογοτεχνική δημιουργία, που εμπνέεται από τον κόσμο των ποιμένων (βουκόλων) που παρουσιάζεται εξιδανικευμένος όσον αφορά στο περιβάλλον, τη ζωή και τα αισθήματα του. Κατά καιρούς εκφράστηκε με διάφορους τρόπους: στην ποίηση (το ειδύλλιο, η… … Dictionary of Greek
Αλεξανδρινή Λογοτεχνία — Περιοδική έκδοση με έδρα την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου (1947 53). Ιδρυτής της ήταν ο Ά. Αθανασόπουλος. Στις σελίδες της φιλοξενήθηκαν συνεργασίες αποδήμων και Αθηναίων λογοτεχνών … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek