Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

λογιστικός

См. также в других словарях:

  • λογιστικός — skilled masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογιστικός — ή, ό (Α λογιστικός, ή, όν) [λογιστός] ο ικανός να κάνει υπολογισμούς, ο επιτήδειος να λογαριάζει νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λογιστή, στη λογιστική, στους λογαριασμούς («λογιστικά βιβλία») 2. το θηλ. ως ουσ. η λογιστική… …   Dictionary of Greek

  • λογιστικός — ή, ό ο σχετικός με τους λογαριασμούς ή τη λογιστική: Στην πολυκατοικία μας άνοιξε λογιστικό γραφείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λογιστικά — λογιστικός skilled neut nom/voc/acc pl λογιστικά̱ , λογιστικός skilled fem nom/voc/acc dual λογιστικά̱ , λογιστικός skilled fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογιστικῶν — λογιστικός skilled fem gen pl λογιστικός skilled masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογιστικόν — λογιστικός skilled masc acc sg λογιστικός skilled neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογιστικώτατον — λογιστικός skilled masc acc superl sg λογιστικός skilled neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογιστικαῖς — λογιστικός skilled fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογιστικαί — λογιστικός skilled fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογιστικοῖς — λογιστικός skilled masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογιστικοί — λογιστικός skilled masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»