Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

λιμνάζω

  • 1 stagnate

    [stæɡ'neit, ]( American[) 'stæɡneit]
    1) ((of water) to be or become stagnant.) λιμνάζω
    2) (to become dull and inactive.) λιμνάζω,αδρανώ

    English-Greek dictionary > stagnate

  • 2 застаиваться

    βρίσκομαι σε απραξία, τελώ εν απραξία, (о воде) λιμνάζω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > застаиваться

  • 3 гиить

    гиить
    несов прям., перен σαπίζω, σήπομαι / ἀποσυντίθεμαι (разлагаться)/ λιμνάζω (о воде).

    Русско-новогреческий словарь > гиить

  • 4 устоять

    -ою, -оишь ρ.σ.
    1. στέκομαι•

    он1 не -ял на ногах αυτός δεν μπόρεσε να σταθεί στα πόδια•

    столб не -ял, повалился ο στύλος δε μπόρεσε να σταθεί, έπεσε.

    || αντέχω, κρατώ, βαστώ•

    земля горячая, не -ишь босиком η γη (το χώμα) είναι καυτερό, ξυπόλητος δεν αντέχεις.

    2. διατηρούμαι.
    3. μτφ. αντιστέκομαι γερά•

    устоять под натиском вражеских войск αντέχω στις επιθέσεις των εχθρικών στρατευμάτων.

    4. μτφ. εγκαρτερώ, είμαι εγκρατής • αποκρούω•

    устоять перед соблазном αντέχω στον πειρασμό.

    εκφρ.
    не устоять против кого-чего – δεν αντέχω σε κάποιον, σε κάτι, δεν τα βγάζω πέρα με κάποιον, με κάτι.
    1. ηρεμώ, γαληνεύω, ακινητώ (για υγρά). || λιμνάζω.
    2. γίνομαι, είμαι κατάλληλος για χρήση•

    пиво -лось η μπύρα έγινε.

    || κατακάθομαι, κατακαθίζω.
    3. μτφ. σταθεροποιούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > устоять

См. также в других словарях:

  • λιμνάζω — λιμνάζω, λίμνασα, λιμνασμένος βλ. πίν. 35 Σημειώσεις: λιμνάζω : εύχρηστη η λόγια μτχ. ενεστώτα σε εκφρ. όπως λιμνάζοντα ύδατα …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • λιμνάζω — form stagnant pools pres subj act 1st sg λιμνάζω form stagnant pools pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμνάζω — (AM λιμνάζω) [λίμνη] 1. (για θάλασσα ή ποταμό) αφήνω στάσιμα ύδατα, τελματώνομαι 2. (για νερό) είμαι στάσιμος, αποτελώ λίμνη ή τέλμα νεοελλ. 1. μτφ. αδρανώ, απρακτώ, ακινητώ 2. φρ. «λιμνάζον ύδωρ» λέγεται για αδρανή άνθρωπο αρχ. 1. (για το αίμα)… …   Dictionary of Greek

  • λιμνάζω — λίμνασα, αμτβ. 1. σχηματίζω λίμνη, τέλμα: Μετά τη βροχή τα νερά λιμνάζουν στις λακκούβες του δρόμου. 2. μτφ., παραμένω αδρανής, μένω στάσιμος: Το ζήτημα λιμνάζει για πολλά χρόνια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λιμνάζῃ — λιμνάζω form stagnant pools pres subj mp 2nd sg λιμνάζω form stagnant pools pres ind mp 2nd sg λιμνάζω form stagnant pools pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμνάσει — λιμνάζω form stagnant pools aor subj act 3rd sg (epic) λιμνάζω form stagnant pools fut ind mid 2nd sg λιμνάζω form stagnant pools fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμναζομένων — λιμνάζω form stagnant pools pres part mp fem gen pl λιμνάζω form stagnant pools pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμναζόμενον — λιμνάζω form stagnant pools pres part mp masc acc sg λιμνάζω form stagnant pools pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμναζόντων — λιμνάζω form stagnant pools pres part act masc/neut gen pl λιμνάζω form stagnant pools pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμνάζει — λιμνάζω form stagnant pools pres ind mp 2nd sg λιμνάζω form stagnant pools pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμνάζον — λιμνάζω form stagnant pools pres part act masc voc sg λιμνάζω form stagnant pools pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»