Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

λιγοήμερος

См. также в других словарях:

  • λιγοήμερος — η, ο βλ. ολιγοήμερος …   Dictionary of Greek

  • λιγοήμερος — η, ο αυτός που διαρκεί λίγες μέρες: Έκανε λιγοήμερες διακοπές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ολιγοήμερος — ολιγοήμερος, η, ο και λιγοήμερος, η, ο 1. αυτός που διαρκεί λίγες μέρες: Ολιγοήμερη εκδρομή. 2. αυτός που ζει λίγες μέρες: Ο άρρωστος φαίνεται λιγοήμερος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ολιγοήμερος — και λιγοήμερος, η, ο (ΑΜ ολιγοήμερος και ὀλιγήμερος, ον) αυτός που διαρκεί λίγες ημέρες νεοελλ. αυτός που πρόκειται να ζήσει λίγες ακόμη μέρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + ήμερος (< ἡμερα), πρβλ. μακρο ήμερος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»