-
1 ληστής
[листис] ουσ. а. разбойник, грабитель,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ληστής
-
2 бандит
-
3 грабитель
-
4 бандит
бандитм ὁ ληστής, ὁ συμμορίτης. -
5 головорез
головорезм разг ὁ μαχαιροβγάλτης, ὁ ληστής, ὁ φονηάς. -
6 грабитель
граб||и́тельм ὁ ληστής, ὁ ἀρπαγας, ὁ ἄρπαξ. -
7 налетчик
налетчикм ὁ ληστής, ὁ κλέφτης. -
8 разбойник
разбой||никм1. ὁ ληστής:морской \разбойникник ὁ πειρατής, ὁ κουρσάρος·2. ласк. μερμπάντης, διαβολάκος. -
9 бандит
[μπανντίτ] ουσ. α ληστής -
10 налётчик
[ναλιότσικ] ουσ. α. ληστής -
11 разбойник
[ραζμπόϊνικ] ουσ. α. ληστής -
12 бандит
[μπανντίτ] ουσ α ληστής -
13 налётчик
[ναλιότσικ] ουσ α ληστής -
14 разбойник
[ραζμπόϊνικ] ουσ α ληστής -
15 абрек
-а α.καυκάσιος αντάρτης κατά της τσαρικής εξουσίας. || ληστής. -
16 бандит
-а α.ληστής, συμμορίτης, ληστοσυμμορίτης. -
17 башибузук
-а α.μπασιμπουζούκος, τούρκος αντάρτης. || ληστής, κεφαλοπάρτης. -
18 грабитель
-я α. -ница, -ы θ. ληστής, άρπαγας, αρπάχτης. || λεηλάτης, λαφυραγωγός, διαγουμιστής, κουρσάρος. -
19 живорез
-а α. (απλ.) σφαγιαστής, σφάχτης, κακούργος• ληστής. -
20 известный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно.1. γνώριμος, γνωστός•-ое дело γνωστή υπόθεση.
2. διάσημος, ξακουστός, ονομαστός, φημισμένος. || πασίγνωστος διαβόητος•-ая женщина πασίγνωστη γυναίκα•
известный бандит διαβόητος ληστής.
3. ορισμένος, δοσμένος, κάποιος•есть -ая доля свободы υπάρχει κάποια ελευθερία•
в известный момент στη δοσμένη στιγμή.
|| καθορισμένος συνηθισμένος•в известный час открылось окно την καθορισμένη ώρα άνοιξε το παράθυρο•
при -ых условиях κατά τα συνηθισμένα.
4. πληροφορημένος, κατατοπισμένος•я про то извстен стал για κείνο εγώ πληροφορήθηκα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ληστής — ο (AM λῃστής, Α τ. ληϊστής, δωρ. τ. λᾳστής) 1. αυτός που αρπάζει ξένη περιουσία με τη βία, αυτός που διαπράττει ληστεία («πανοῡργον κλῶπα καὶ λῃστήν τινα», Ευρ.) 2. αυτός που ζει στα βουνά και κλέβει βίαια ή με απειλή όσους συναντά, καθώς και… … Dictionary of Greek
λῃστής — ληιστής masc nom sg λῃστής robber masc nom sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληστής — ο 1. αυτός που κάνει ληστείες: Συνέλαβαν τους ληστές και τους οδήγησαν στη φυλακή. 2. αυτός που ζει στα βουνά και συντηρείται από ληστείες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σκίρων ή Σκείρων — Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, θρυλικός ληστής που σκοτώθηκε από το Θησέα. Σύμφωνα με μια αττική παράδοση, ο ληστής παραμόνευε στις Σκιρωνίδες Πέτρες, που ονομάστηκαν έτσι από το μύθο αυτό και που βρίσκονταν στην ανατολική ακτή της Μεγαρίδας … Dictionary of Greek
ληιστά — ληιστά̱ , ληιστής masc nom/voc/acc dual ληιστής masc voc sg ληιστής masc nom sg (epic) ληιστός to be carried off as booty neut nom/voc/acc pl ληιστά̱ , ληιστός to be carried off as booty fem nom/voc/acc dual ληιστά̱ , ληιστός to be carried off as … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λῃστά — λῃστά̱ , ληιστής masc nom/voc/acc dual ληιστής masc voc sg ληιστής masc nom sg (epic) ληιστός to be carried off as booty neut nom/voc/acc pl λῃστά̱ , ληιστός to be carried off as booty fem nom/voc/acc dual λῃστά̱ , ληιστός to be carried off as… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Dionysis Savvopoulos — (2007) Dionysis Savvopoulos (griechisch Διονύσης Σαββόπουλος, * 2. Dezember 1944 in Thessaloniki) ist ein griechischer Komponist, Musiker und Sänger. Savvopoulos ist bekannt für das Verbinden unterschiedlicher Musikstile. Einerseits verbinde … Deutsch Wikipedia
Savvopoulos — Dionysis Savvopoulos Dionysis Savvopoulos (griechisch Διονύσης Σαββόπουλος); (* 2. Dezember 1944 in Thessaloniki) ist ein griechischer Komponist, Musiker und Sänger. Savvopoulos ist bekannt für das Verbinden unterschiedlicher Musikstile.… … Deutsch Wikipedia
Σκίρων — ωνος, ο, ΝΜΑ, και Σκίρρων και Σκείρων Α 1. μυθ. ληστής που διέμενε στις Σκιρωνίδες πέτρες, ο οποίος, αφού λήστευε τους διαβάτες, τούς ανάγκαζε να τού πλύνουν τα πόδια και με αιφνίδιο λάκτισμα τούς έριχνε στη θάλασσα, όπου μια τεράστια χελώνα… … Dictionary of Greek
Τέρμερος — Αρχαίος ληστής. Έδρασε μαζί με τον Λύκο στην Καρία. Θεωρείται, ο ιδρυτής της παράλιας καρικής πόλης Τέρμερας, που βρισκόταν σε μικρή απόσταση από την Αλικαρνασσό. Ήταν ο φόβος και ο τρόμος της περιοχής, γιατί δολοφονούσε τους περαστικούς με ένα… … Dictionary of Greek
εξπιλάτωρ — ἐξπιλάτωρ, ο (Μ) ληστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. expilator «ληστής»] … Dictionary of Greek