-
1 ληστής
-
2 λῃστής
-
3 λῃστής
λῃστής, ὁ, ion. ληϊστής, der raubt ( ληΐζομαι), Räuber, πανοῦργον κλῶπα καὶ λῃστήν τινα, Eur. Alc. 769, τῆς τυραννίδος, Soph. O. R. 535; Xen. Hell. 6, 4, 35, Arist. rhet. 3, 2, 3, bes. Freibeuter, ut See, Thuc. 1, 5. auch wie bei uns übertr., φρενοκλόπε, λῃστὰ λογισμοῠ, von der Liebe, Qu. Maec. 9 ( Plan. 198).
-
4 ληστης
ион. ληϊστής - οῦ ὅ1) разбойник, грабитель Xen., Plat., NT.2) морской разбойник, пират Her., Plat.3) похититель, захватчик(τῆς τυραννίδος Soph.)
-
5 λῃστής
-
6 λῃστής
λῃστής, οῦ, ὁ (ληϊς, epic form of λεία ‘booty, spoils’; Soph., Hdt.+; ins, pap, LXX; ApcSed 15:3; Joseph.; loanw. in rabb.; Ar. 3, 2; Just., Tat., Ath., R. 19 p. 72, 25; Theoph. Ant. 3, 14 [p. 232, 13]).① robber, highwayman, bandit (in Palestine: Jos., Bell. 2, 125; 228 al.) Lk 10:30, 36; 2 Cor 11:26 (Chariton 6, 4, 6 λῃσταῖς θαλάττῃ); Mt 26:55; Mk 14:48; Lk 22:52; so also MPol 7:1. Crucified w. Christ Mt 27:38, 44; Mk 15:27. W. κλέπτης (Pla., Rep. 351c; Ep. 63 of Apollonius of Tyana [Philostrat. I 363, 21]) J 10:1, 8. σπήλαιον λῃστῶν a bandits’ cave or hideout (Jer 7:11) Mt 21:13; Mk 11:17; Lk 19:46; 2 Cl 14:1 (GBuchanan, HUCA 30, ’59, 169–77: ‘cave of brigands’; s. ἱερόν b, end; Schürer II 600).—This mng. was extended to signify② revolutionary, insurrectionist, guerrilla (Jos., Bell. 2, 254=σικάριος; 253; 4, 504, Ant. 14, 159f; 20, 160f; 167) of Barabbas (cp. μετὰ τ. στασιαστῶν Mk 15:7) J 18:40 (HRigg, Jr., JBL 64, ’45, 444 n. 95; HWood, NTS 2, ’55/56, 262–66 and JTwomey, Scripture (Edinburgh) 8, ’56, 115–19 support this, but see MHengel, Die Zeloten, ’61, 25–47; 344–48); prob. also in the words of Jesus Mt 26:55; Mk 14:48; Lk 22:52; MPol 7:1 (cp. Mt 26:55).—More precise def. depends on assessment of ‘social banditry’, s. RHorsley, Josephus and the Bandits: Journal for the Study of Judaism 10, ’79, 37–63; RHorsley/JHanson, Bandits, Prophets, and Messiahs ’85.—B. 791. DELG s.v. λεία. M-M. TW. Spicq. -
7 ληστής
ὁ ληστής, οῦ разбойник, грабитель -
8 λῃστής
{сущ., 15}разбойник, грабитель, бандит.Синонимы: 2812 ( κλέπτης).Ссылки: Мф. 21:13; 26:55; 27:38, 44; Мк. 11:17; 14:48; 15:27; Лк. 10:30, 36; 19:46; 22:52; Ин. 10:1, 8; 18:40; 2Кор. 11:26.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > λῃστής
-
9 ληστής
{сущ., 15}разбойник, грабитель, бандит.Синонимы: 2812 ( κλέπτης).Ссылки: Мф. 21:13; 26:55; 27:38, 44; Мк. 11:17; 14:48; 15:27; Лк. 10:30, 36; 19:46; 22:52; Ин. 10:1, 8; 18:40; 2Кор. 11:26.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ληστής
-
10 ληστής
ο1) разбойник, грабитель, бандит; 2) перен. грабитель, обдирала -
11 λῃστής
разбойник, грабитель, бандит; син. κλέπτης.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > λῃστής
-
12 λῃστής
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > λῃστής
-
13 λῃστής
-
14 λῃστής
-οῦ + ὁ N 1 0-0-5-0-4=9 Jer 7,11; 18,22; Ez 22,9; Hos 7,1; Ob 5robber, brigandCf. BUCHANAN 1959, 171; SPICQ 1978a, 486-492 -
15 ληστής
[листис] ουσ α разбойник, грабитель. -
16 λῃστής
λῃστ-ής, οῦ, ὁ, [dialect] Ion. [full] ληϊστής, [dialect] Dor. [full] λᾳστής, ([etym.] ληΐς, ληΐζομαι)A robber, pirate, E.Alc. 766, X. Cyr.2.4.23, etc.; opp. κλέπτης, Pl.R. 351c; esp. by sea, buccaneer, later πειρατής, And.1.138, etc.;λῃστοῦ βίον ζῆν Pl.Grg. 507e
; ληϊστὴς κατεστήκεε Καρχηδονίων he began a course of piracies upon them, Hdt.6.17, cf. Th.1.5, 8, 6.4;οἱ λ. αὑτοὺς ποριστὰς καλοῦσιν Arist.Rh. 1405a25
; of irregular troops, IG12(2).526 ([place name] Eresos).II metaph.,λ. ἐναργὴς τῆς ἐμῆς τυραννίδος S.OT 535
;Κύπριδος Lyc. 1143
; λῃστὰ λογισμοῦ, of love, APl.4.198 (Maec.). -
17 ληστής
1) bandit2) brigand3) voleur -
18 ληστής
1) rabuś (m) rzecz.2) rozbójnik (m) rzecz.3) zbój (m) rzecz.4) złodziej (m) rzecz. -
19 ληστής
1) bandita2) loupežník3) lupič4) zloděj -
20 ληστής
1) mugger2) robberΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ληστής
См. также в других словарях:
ληστής — ο (AM λῃστής, Α τ. ληϊστής, δωρ. τ. λᾳστής) 1. αυτός που αρπάζει ξένη περιουσία με τη βία, αυτός που διαπράττει ληστεία («πανοῡργον κλῶπα καὶ λῃστήν τινα», Ευρ.) 2. αυτός που ζει στα βουνά και κλέβει βίαια ή με απειλή όσους συναντά, καθώς και… … Dictionary of Greek
λῃστής — ληιστής masc nom sg λῃστής robber masc nom sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληστής — ο 1. αυτός που κάνει ληστείες: Συνέλαβαν τους ληστές και τους οδήγησαν στη φυλακή. 2. αυτός που ζει στα βουνά και συντηρείται από ληστείες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σκίρων ή Σκείρων — Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, θρυλικός ληστής που σκοτώθηκε από το Θησέα. Σύμφωνα με μια αττική παράδοση, ο ληστής παραμόνευε στις Σκιρωνίδες Πέτρες, που ονομάστηκαν έτσι από το μύθο αυτό και που βρίσκονταν στην ανατολική ακτή της Μεγαρίδας … Dictionary of Greek
ληιστά — ληιστά̱ , ληιστής masc nom/voc/acc dual ληιστής masc voc sg ληιστής masc nom sg (epic) ληιστός to be carried off as booty neut nom/voc/acc pl ληιστά̱ , ληιστός to be carried off as booty fem nom/voc/acc dual ληιστά̱ , ληιστός to be carried off as … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λῃστά — λῃστά̱ , ληιστής masc nom/voc/acc dual ληιστής masc voc sg ληιστής masc nom sg (epic) ληιστός to be carried off as booty neut nom/voc/acc pl λῃστά̱ , ληιστός to be carried off as booty fem nom/voc/acc dual λῃστά̱ , ληιστός to be carried off as… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Dionysis Savvopoulos — (2007) Dionysis Savvopoulos (griechisch Διονύσης Σαββόπουλος, * 2. Dezember 1944 in Thessaloniki) ist ein griechischer Komponist, Musiker und Sänger. Savvopoulos ist bekannt für das Verbinden unterschiedlicher Musikstile. Einerseits verbinde … Deutsch Wikipedia
Savvopoulos — Dionysis Savvopoulos Dionysis Savvopoulos (griechisch Διονύσης Σαββόπουλος); (* 2. Dezember 1944 in Thessaloniki) ist ein griechischer Komponist, Musiker und Sänger. Savvopoulos ist bekannt für das Verbinden unterschiedlicher Musikstile.… … Deutsch Wikipedia
Σκίρων — ωνος, ο, ΝΜΑ, και Σκίρρων και Σκείρων Α 1. μυθ. ληστής που διέμενε στις Σκιρωνίδες πέτρες, ο οποίος, αφού λήστευε τους διαβάτες, τούς ανάγκαζε να τού πλύνουν τα πόδια και με αιφνίδιο λάκτισμα τούς έριχνε στη θάλασσα, όπου μια τεράστια χελώνα… … Dictionary of Greek
Τέρμερος — Αρχαίος ληστής. Έδρασε μαζί με τον Λύκο στην Καρία. Θεωρείται, ο ιδρυτής της παράλιας καρικής πόλης Τέρμερας, που βρισκόταν σε μικρή απόσταση από την Αλικαρνασσό. Ήταν ο φόβος και ο τρόμος της περιοχής, γιατί δολοφονούσε τους περαστικούς με ένα… … Dictionary of Greek
εξπιλάτωρ — ἐξπιλάτωρ, ο (Μ) ληστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. expilator «ληστής»] … Dictionary of Greek