-
1 ληνος
I.дор. λᾱνός ἥ1) виноградное точило Theocr., Diod., NT.2) водопойное корыто HH.3) квашня Men.II.- εος τό шерсть(κλάδος λήνει ἐστεμμένος Aesch.)
-
2 ληνός
{сущ., 5}виноградное точило – большая емкость, в которой топтали ногами виноград для выжимания сока.Ссылки: Мф. 21:33; Откр. 14:19, 20; 19:15.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ληνός
-
3 ληνός
{сущ., 5}виноградное точило – большая емкость, в которой топтали ногами виноград для выжимания сока.Ссылки: Мф. 21:33; Откр. 14:19, 20; 19:15.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ληνός
-
4 ληνός
ο давильный чан (в виноградарстве) -
5 ληνός
точило (виноградное); большая емкость, в которой виноград топтали ногами для выжимания сока.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ληνός
-
6 ληνὸς
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ληνὸς
-
7 λανος
-
8 3025
{сущ., 5}виноградное точило – большая емкость, в которой топтали ногами виноград для выжимания сока.Ссылки: Мф. 21:33; Откр. 14:19, 20; 19:15.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 3025
См. также в других словарях:
ληνός — anything shaped like a tub masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λῆνος — wool neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληνός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 408 κάτ.) στη πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 14 χλμ. Δ της Κομοτηνής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σώστου. * * * ο (AM ληνός, ἡ και ὁ, Α δωρ. τ. λανός) μικρό κτίσμα … Dictionary of Greek
λήνος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 408 κάτ.) στη πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 14 χλμ. Δ της Κομοτηνής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σώστου. * * * λῆνος, τὸ (Α) 1. έριο, μαλλί 2. δίχτυ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ … Dictionary of Greek
ληνός — ο το πατητήρι των σταφυλιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ληνοῖς — ληνός anything shaped like a tub masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληνοί — ληνός anything shaped like a tub masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληνοῦ — ληνός anything shaped like a tub masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληνούς — ληνός anything shaped like a tub masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληνῷ — ληνός anything shaped like a tub masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληνόν — ληνός anything shaped like a tub masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)