-
1 λεωφορείο
[лэофорио] ουσ. о. автобус.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > λεωφορείο
-
2 автобус
автобус м το λεωφορείο; το πούλμαν (туристский)' ехать \автобусом πηγαίνω με λεωφορείο* * *мτο λεωφορείο; το πούλμαν ( туристский)е́хать авто́бусом — πηγαίνω με λεωφορείο
-
3 куда
куда 1. (вопрос) πού· \куда ты идёшь? πού πας; \куда идёт этот автобус? πού πηγαίνει αυτό το λεωφορείο; я не знаю, \куда он ушёл δεν ξέρω πού πήγε 2. союз όπου, που· \куда бы ни... όπου κι αν...* * *1.( вопрос) πούкуда́ ты идёшь? — πού πας
куда́ идёт э́тот авто́бус? — πού πηγαίνει αυτό το λεωφορείο
2.я не зна́ю, куда́ он ушёл — δεν ξέρω πού πήγε
союз όπου, πουкуда́ бы ни… — όπου κι αν…
-
4 сесть
сесть 1) κάθομαι, παίρνω θέση* сядьте, пожалуйста! καθήστε, παρακαλώ! \сесть за стол κάθομαι στο τραπέζι 2) (о солнце) βασιλεύω, δύω 3) (в транспорт ) μπαρκάρω (на пароход)· ανεβαίνω (в трамвай и т. п.)· \сесть в поезд (автобус ) παίρνω το τρένο (λεωφορείο) 4) (о самолёте ) προσγειώνομαι* * *1) κάθομαι, παίρνω θέσηся́дьте, пожа́луйста! — καθήστε, παρακαλώ!
сесть за сто́л — κάθομαι στο τραπέζι
2) ( о солнце) βασιλεύω, δύω3) ( в транспорт) μπαρκάρω ( на пароход); ανεβαίνω (в трамвай и т. п.)сесть в по́езд (авто́бус) — παίρνω το τρένο (λεωφορείο)
4) ( о самолёте) προσγειώνομαι -
5 автобус
το λεωφορείο- дальнего следования - μακρών διαδρομών, το πούλμαν (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > автобус
-
6 экспресс
η ταχεία (τρένο, λεωφορείο κ.λπ.)το εξπρές (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > экспресс
-
7 на
на Ι 1) (при обознач. места) (ε) πάνω' σε' για' на столе, на стол πάνω στο τραπέζι·на бумаге στο χαρτί' я живу на улице... μένω στην οδό...2) (при обознач. направления) σε, προς' я иду на концерт πηγαίνω στο κοντσέρτο* на восток προς την ανατολή 3) (при обознач. средства передвижения) με' поедем на автобусе πάμε μελεωφορείο" ехать на поезде πηγαίνω με τρένο 4) (при обознач. срока, времени) για·я приехал на две недели ήρθα για δυο βδομάδες· назначить что-л. на завтра на три часа καθορίζω κάτι για αύριο στις τρεις η ώρα' на следующий день την άλλη μέρα· на будущей неделе την προσεχή βδομάδα 5) (при обознач. меры, количества) για" σε" на двух человек για δύο άτομα' разделить на два διαιρώ στα δύο ◇ перевести на греческий язык μεταφράζω στα ελληνικά* * *I1) (при обознач. места) (ε)πανω; σε; γιαна столе́, на стол — πάνω στο τραπέζι
на бума́ге — στο χαρτί
я живу́ на у́лице… — μένω στην οδό…
2) (при обознач. направления) σε, προςя иду́ на конце́рт — πηγαίνω στο κον(τ)σέρτο
на восто́к — προς την ανατολή
3) (при обознач. средства передвижения) μεпое́дем на авто́бусе — πάμε με λεωφορείο
е́хать на по́езде — πηγαίνω με τρένο
4) (при обознач. срока, времени) γιαя прие́хал на две неде́ли — ήρθα για δυο βδομάδες
назна́чить что-л. на за́втра на три часа́ — καθορίζω κάτι για αύριο στις τρεις η ώρα
на сле́дующий день — την άλλη μέρα
на бу́дущей неде́ле — την προσεχή βδομάδα
5) (при обознач. меры, количества) για;σεна двух челове́к — για δύο άτομα
раздели́ть на́ два — διαιρώ στα δύο
••IIперевести́ на гре́ческий язы́к — μεταφράζω στα ελληνικά
( возьми) να!, πάρε! -
8 автобус
автобусм τό λεωφορεῖο[ν]. -
9 переехать
переехатьсов1. см. переезжать·2. (задавить) πατώ:его́ переехал автобус τόν πάτησε τό λεωφορείο. -
10 автобус
[αφτόμπους] ουσ. α. λεωφορείο -
11 автобус
[αφτόμπους] ουσ α λεωφορείο -
12 автобус
-а α.λεωφορείο. -
13 вылезти
κ. вылезть, -езу, -езешь, παρλθ. χρ. вылез, -ла, -ло, προστκ. вылези, κ. вылезь, ρ.σ.1. βγαίνω με δυσκολία ή έρποντας, σκαρφαλώνοντας•вылезти из ямы σκαρφαλώνοντας βγαίνω από το λάκκο•
вылезти из автобуса με δυσκολία βγαίνω από το λεωφορείο (λόγω συνωστισμού).
|| μτφ. απαλλάσομαι, γλυτώνω, λυτρώνομαι•из нуады βγαίνω από τη φτώχεια (ένδεια).
2. εξέχω, προεξέχω, φαίνομαι, προβάλλω.3. μαδώ, μαδίζομαι, πέφτω•после тифа -ли волосы μετά από τον τύφο έπεσαν τα μαλλιά.
-
14 вытащить
-щу, -щишь ρ.σ.μ.1. βγάζω έξω, εξάγω• σέρνω, τραβώ προς τα έξω•вытащить мешок со склада σέρνω το τσουβάλι έξω από την αποθήκη.
2. εκβάλλω, εκδιώκω•-ли пьяного из пивной έβγαλαν έξω το μεθυσμένο από τη μπυραρία.
3. αφαιρώ, αποσπώ•-гвоздь βγάζω το καρφί•
вытащить зуб βγάζω το δόντι•
вытащить занозу βγάζω την αγκίδα.
4. κλέβω, υπεξαιρώ•часы -ли у меня в автобусе μου ‘κλεψαν το ρολόι στο λεωφορείο.
5. μτφ. τρομάζω, δυσκολεύομαι, δυσχεραίνομαι•вытащить мужа в театр τρομάζω να πάρω το σύζυγο στο θέατρο.
6. γλυτώνω, απαλλάσσω•вытащить друга из беды βγάζω το φίλο από τη δυστυχία.
βγαίνω, εξάγομαι•гвоздь -лся το καρφί βγήκε.
-
15 гудеть
гужу, гудишь, ρ.δ.1. καμπανίζω•колокол -ел η καμπάνα χτυπούσε (σήμαινε).
|| βουίζω•в ушах -ит τ’ αυτιά βουίζουν.
2. σφυρίζω, συρίζω•-ел пароход σφύριζε το βαπόρι•
гудок -ит η σειρήνα σφυρίζει.
|| κορνάρω•автобус -ит το λεωφορείο κορνάρει.
5. (απλ) πονώ•ноги -ят τα πόδια μου πονούν.
-
16 десятка
-и θ.1. ο αριθμός 10 (δέκα). || το δεκάρι•пиковая десятка το δέκα μπαστούνι.
|| το νούμερο 10 (για τραμ, λεωφορείο κλπ.).2. βλ. десятирублвка.3. δεκάκωπη βάρκα. -
17 довезти
-везу, -везшь; παρλθ. χρ. довз, -везла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. довезнный, -зн, -зена, -везеноρ.σ.μ.φέρω, μεταφέρω ως (γιά μετάβαση)•автобус -везт вас до самого вокзала το λεωφορείο θα σας μεταφέρει ως το σιδηροδρομικό σταθμό.
-
18 досидеть
-сижу, -сидишьρ.σ.κάθομαι, παραμένω ως•-сижу до конца спектакля θα καθίσω ως το τέλος της παράστασης.
1. βλ. досидеть.2. παρακάθομαι, κάθομαι πολύ ή τόσο που•в гостях -лся до того, что опоздал на автобус κάθισα φιλοξενούμενος τόσο πολύ, που δεν πρόκανα το λεωφορείο.
-
19 многоместный
επ.πολυθέσιος•многоместный автобус πολυθέσιο λεωφορείο.
-
20 открытый
επ. από μτχ.1. ανοιχτός•-ое окно ανοιχτό παράθυρο.
2. απροκάλυπτος•-ая местность ανοιχτό μέρος.
|| ακάλυπτος, απροστάτευτος•открытый фланг (στρατ.) ακάλυπτο πλευρό.
3. ακάλυπτος, ασκέπαστος•открытый автобус ανοιχτό λεωφορείο.
4. γυμνός•-ая шя γυμνός λαιμός.
|| έξωμος, ξελαιμιστός, ντεκολτέ• σχιστός•открытый ворот ανοιχτός γιακάς•
блуза с -ми рукавами μπλούζα με σχιστά μανίκια.
5. ελεύθερος (εισόδου)•открытый судебный про-цсс δικαστήριο με ανοιχτές τις θύρες•
-ое партийное собрание ανοιχτή κομματική συνέλευση.
6. ειλικρινής, ανυπόκριτος• ευθύς•с -ым сердцем με ανοιχτή καρδιά•
открытый характер ευθύς χαρακτήρας.
7. του είδους, της μορφής•-ая форма туберкулза ανοιχτή μορφή φυματίωσης.
8. μτφ. φανερός, έκδηλος, δεδηλωμένος.εκφρ.открытый вопрос – ανοιχτό (άλυτο) ζήτημα•- ое голосование – ανοιχτή (φανερή) ψηφοφορία•лоб – ανοιχτό (μεγάλο) μέτωπο•- ое море – ανοιχτή θάλασσα (ελευθεροπλοία)•выйти в -ое море – βγαίνω στ ανοιχτά (σε ανοιχτό πέλαγος)•- ое письмо – α) ανοιχτό (ασφράγιστο) γράμμα, β) ανοιχτό (δημοσιευόμενο) γράμμα•- ая рана – ανοιχτή πληγή (μη επουλωμένη)•открытый слог – φωνηεντόληκτη συλλαβή•в -ую – ανοιχτά, φανερά (όχι στα κρυφά)•под -ым небом – στο ύπαιθρο•с -ми глазами – έχοντας πλήρη επίγνωση (σκοπού, καθήκοντος κ.τ.τ.) συνειδητά•в -ом поле – στο ύπαιθρο.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
λεωφορείο — το πολυθέσιο αυτοκίνητο για τη μεταφορά επιβατών: Κάθε πρωί πηγαίνω στη δουλειά με το λεωφορείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λεωφορείο — Όχημα μεγάλου μεγέθους για μαζική μεταφορά επιβατών σε συγκεκριμένες διαδρομές. Το πρώτο λ. ήταν πιθανότατα μία ιππήλατη άμαξα που πραγματοποιούσε διαδρομές στο Παρίσι (1662). Πέρασαν περίπου δύο αιώνες μέχρι να εμφανιστεί το πρώτο αυτοκινούμενο… … Dictionary of Greek
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
σταματώ — σταματῶ, άω, ΝΜ, και σταματίζω Ν [στάμα, ατος] (αμτβ.) παύω να κινούμαι, να λειτουργώ, να ενεργώ (α. «το ρολόι σταμάτησε» β. «σταμάτησε η βροχή» γ. «σταμάτησε η καρδιά του» δ. «πηδούν και σταματίζουν», Ερωτόκρ.) νεοελλ. 1. (μτβ.) α) κάνω κάποιον… … Dictionary of Greek
εξπρές — [express] (ως επίθ. «το λεωφορείο το εξπρές», ως ουσ. «το εξπρές») 1. μεταφορικό μέσο (αμαξοστοιχία, λεωφορείο, ταχύπλοο σκάφος) που δεν σταθμεύει καθόλου ή σταθμεύει σε λίγους μόνο σταθμούς κατά τη διαδρομή του από την αφετηρία ώς το τέρμα 2.… … Dictionary of Greek
λεωφορειακός — ή, ό [λεωφορείο] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο λεωφορείο … Dictionary of Greek
άμαξα και άρμα — Δύο πανάρχαια μέσα συγκοινωνίας, γνωστά με διάφορες παραλλαγές σχεδόν σε όλους τους λαούς. Η ά. γεννήθηκε από την προσαρμογή στο έλκηθρο (που ήταν γνωστό από το 7000 π.Χ.) του τροχού, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως βιοτεχνικό και… … Dictionary of Greek
ΝΑΣΑ — Οργανισμός των ΗΠΑ, που συντονίζει και διευθύνει όλες τις κρατικές έρευνες στο διάστημα. Ο όρος ΝΑΣΑ προέρχεται από τα αρχικά των λέξεων National Aeronautics and Space Administration που σημαίνει εθνική αεροναυτική και διαστημική υπηρεσία.… … Dictionary of Greek
Vehicle registration plates of Cyprus — The current format Vehicle registration plates of Cyprus are composed of three letters and three numbers (e.g. ABC 123). The exact permitted dimensions of Cypriot number plates are similar to their British counterparts. Currently, characters must … Wikipedia
Modernes Griechisch — Neugriechisch Gesprochen in Griechenland, Zypern, Albanien, Mazedonien, Türkei, Bulgarien, in isolierten Sprachinseln in Süditalien (Kalabrien und Apulien) und überall dort, wohin Griechen und griechische Zyprer ausgewandert sind (USA, Australien … Deutsch Wikipedia