-
1 λεπτοδείκτης
[лэптодиктис] ουσ. а. минутная стрелка часовΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > λεπτοδείκτης
-
2 минутный
мину́т||ныйприл1. τοῦ λεπτοῦ:\минутныйная стрелка ὁ λεπτοδείκτης·2. (непродолжительный) στιγμιαίος/ ἐνός λεπτοῦ (мгновенный)/ πρόσκαιρος, περαστικός (кратковременный):\минутныйное дело δουλειά ἐνός λεπτοῦ· \минутныйная радость ἡ στιγμιαία (или περαστική) χαρά. -
3 стрелка
стрелкаж1. (часовая) ὁ (ώρο)δείκτης; минутная \стрелка ὁ λεπτοδείκτης·2. (знак для указания) τό τόξο[ν]·3. (у весов) ὁ δείκ· της, ἡ γλωσσίς·4. ж.-д. ἡ βελόνη, τό κλειδί. -
4 минутный
επ.του λεπτού•-ая стрелка λεπτοδείκτης.
|| διαρκείας ενός λεπτού•минутный перерыв διάλειμμα ενός λεπτού.
|| ολιγόλεπτος, βραχύχρονος• παροδικός•-ая встреча ολιγόλεπτη συνάντηση (αντάμωμα)•
-ая радость φευγαλέα χαρά•
-ое дело υπόθεση εύκολη (ενός λεπτού).
См. также в других словарях:
λεπτοδείκτης — ο ο μεγαλύτερος από τους δύο δείκτες τής πλάκας τού ρολογιού, ο οποίος δείχνει τα πρώτα λεπτά τής ώρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτό + δείκτης. Ο τ. μαρτυρείται από το 1891 σε τελωνειακό δασμολόγιο] … Dictionary of Greek
λεπτό — Υποδιαίρεση μονάδων μέτρησης (βλ. λ. μέτρηση και μέτρο). 1. Χρονική μονάδα ίση με το ένα εξηκοστό της ώρας. 2. Μονάδα μέτρησης γωνιών, ίση με το ένα εξηκοστό της μοίρας. 3. Νομισματική μονάδα, ίση με το ένα εκατοστό του ευρώ. * * * και λεφτό, το… … Dictionary of Greek
φάση — Στη χημεία είναι οποιοδήποτε ομογενές μέρος ενός συστήματος, δηλαδή με τις αυτές φυσικές και χημικές ιδιότητες σε κάθε σημείο του, και φυσικά, διακριτό ώστε να διαχωρίζεται από τα άλλα μέρη του συστήματος από σαφώς καθορισμένες οριακές επιφάνειες … Dictionary of Greek
λεπτοδείχτης — λεπτοδείχτης, ο και λεπτοδείκτης, ο ο δείχτης του ρολογιού που δείχνει τα πρώτα λεπτά της ώρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)