-
1 λεηλασία
[лэиласиа] ουσ. Θ. грабеж, хищениеΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > λεηλασία
-
2 ограбление
η ληστεία, η κλοπή, η λεηλασία-ить ληστεύω, λεηλατώРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ограбление
-
3 грабеж
граб||ежм прям., перен ἡ ληστεία, ἡ λεηλασία, ἡ λήστευση [-ις]. -
4 ограбление
ограблениес ἡ καταλήστευση [-ις], ἡ λεηλασία -
5 разграбить
разграб||итьсов λεηλατώ, διαρπάζω, κατακλέβω, λαφυραγωγώ· \разграбитьление с ἡ λεηλασία, ἡ λεηλάτηση [-ις], ἡ διαρπαγή, ἡ λαφυραγωγία. -
6 хищение
хищениес ἡ κλοπή, ἡ λεηλασία/ ἡ κατάχρηση [-ις] (растрата). -
7 грабёж
-бежа α. λεηλασία, κούρσεμα, δήωση, διαγούμισμα. || αρπαγή, διαρπαγή, άρπασμα• ληστεία. -
8 ограбление
-я ουδ.λεηλασία, -τηση, λαφυραγώγηση, διαρπαγή. -
9 поток
-а α.1. ρεύμα (ποταμού, ρυακιού)• κυρλξ. κ. μτφ. χείμαρος• ποτάμι•-и слёз ποτάμια-δάκρυα•
поток слов χείμαρος λέξεων•
поток ругательств κατακλυσμός ύβρεων, τα εξ αμάξης• απανωτές βρισιές.
2. πλήθος• μάζα•поток людей χείμαρος λαϊκής μάζας.
3. τμήμα μαθητών, σπουδαστών.εκφρ.на поток и разграбление (отдать) – παραδίνω στη λεηλασία (δήωση, ρεμούλα). -
10 татьба
-ы θ. παλ. κλεψιά• ληστεία, αρπαγή, λεηλασία. -
11 хищничество
-а ουδ-1. αρπαγή από σαρκοφάγα ζώα.2. ληστεία, άγρια εκμετάλλευση.3. καταστροφή, εξολόθρευση.4. διαρπαγή, λεηλασία. -
12 шалость
-и θ.1. αταξία, τρέλα, ανοησία•детскиешалостьи παιδικές τρέλες.
2. δήωση, λεηλασία, δ ιαρπαγή.
См. также в других словарях:
λεηλασία — λεηλασίᾱ , λεηλασία plundering fem nom/voc/acc dual λεηλασίᾱ , λεηλασία plundering fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεηλασίᾳ — λεηλασίαι , λεηλασία plundering fem nom/voc pl λεηλασίᾱͅ , λεηλασία plundering fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεηλασία — η (Α λεηλασία, επικ. τ. λεηλασίη) [λεηλατώ] αποκόμιση λείας, διαρπαγή, λαφυραγώγηση, καταλήστευση («καὶ πλοῡτον ἐκ...λεηλασιῶν», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
λεηλασία — η βίαιη αρπαγή ξένου πράγματος, λαφυραγωγία, πλιάτσικο: Οι λεηλασίες των πειρατών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λεηλασίας — λεηλασίᾱς , λεηλασία plundering fem acc pl λεηλασίᾱς , λεηλασία plundering fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεηλασίαι — λεηλασία plundering fem nom/voc pl λεηλασίᾱͅ , λεηλασία plundering fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεηλασίαν — λεηλασίᾱν , λεηλασία plundering fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεηλασιῶν — λεηλασία plundering fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεηλασίαις — λεηλασία plundering fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεηλασίη — λεηλασία plundering fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεηλασίης — λεηλασία plundering fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)