-
1 λαϊκός
λαϊκός, -ή, -ό1) народный;2) светский, не относящийся к духовенству, церкви;3) ο мирянинЭтим.< дргр. λαός — народ -
2 λαϊκός
η и ιά, ό[ν]1) народный;λαϊκό τραγούδι — народная песня;
λαϊκή εξουσία — народная власть;
λαϊκή περιουσία — народное достояние;
λαϊκό μέτωπο — народный фронт;
λαϊκή δημοκρατία — а) народная демократия; — б) народная республика;
2) популярный, пользующийся популярностью;3) светский, гражданский; 4) обычный, массовый; дешёвый; доступный (тж. перен.);λαϊκή αγορά — передвижной, дешёвый базар;
λαϊκές τιμές — доступные цены;
λαϊκός άνθρωπος — простой, доступный человек
-
3 λαϊκός
[лаикос] εκ. народный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > λαϊκός
-
4 λαϊκός
[лаикос] επ народный. -
5 χορός
ο1) танец;λαϊκός χορός — народный танец;
χορός μετημφιεσμένων — костюмированный бал;
χορός προσωπιδοφόρων — бал-маскарад;
πιάνω ( — или στήνω) το χορό — танцевать;
μαθαίνω χορο — учиться танцевать;
2) бал, танцевальный вечер;πηγαίνω στο χορό — ходить на танцы;
3) хоровод;σέρνω το χορό — водить хоровод;
4) хор;5) перен. кучка, группа (людей, деревьев и т. п.); стайка (людей, рыб);§ μπαίνω ( — или πιάνομαι) στο χορό — быть втянутым, вовлечённым в какое-л. дело;
κατά τον τοίχο το χορό — надо быть очень осторожным, требуется большая осторожность;
εν χορω — хором, дружно
См. также в других словарях:
λαικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαϊκός — ή, ό (AM λαϊκός, ή, όν) [λαός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαό ή προέρχεται από τον λαό (α. «λαϊκή μουσική» β. «λαϊκά έθιμα») 2. το αρσ. ως ουσ. ο μη ιερωμένος, σε αντιδιαστολή με τον κληρικό («εἰ δὲ λαϊκὸς ἀφοριζέσθω») νεοελλ. 1. (για… … Dictionary of Greek
λαϊκός — ή, ό 1. αυτός που προέρχεται από το λαό ή δημιουργείται απ’ αυτόν: Έκθεση ειδών λαϊκής τέχνης. 2. αυτός που δεν είναι κληρικός. 3. αυτός που έχει χαμηλή τιμή: Ψωνίζει ρούχα μόνο από τη λαϊκή αγορά. 4. ό,τι προορίζεται για τις κατώτερες κοινωνικές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των … Dictionary of Greek
Laikos Orthodoxos Synagermos — Λαϊκός Ορθόδοξος Συναγερμός Laikós Orthódoxos Synagermós … Deutsch Wikipedia
Concentración Popular Ortodoxa — Λαϊκός Ορθόδοξος Συναγερμός Laikós Orthódoxos Sinayermós Concentración Popular Ortodoxa Presidente Georyios Karatzaferis Fundación 1 de septiembre de 2000 [1] … Wikipedia Español
λαικόν — λαικός of masc acc sg λαικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντάρτης — Λαϊκός αγωνιστής που αγωνίζεται για πατριωτικούς σκοπούς (απελευθερωτικοί αγώνες, αγώνες για την ανεξαρτησία της πατρίδας, αποτίναξη τυραννικής εξουσίας κλπ.). Το αντάρτικο κίνημα στο οποίο συμμετέχει τις περισσότερες φορές δεν αντιπροσωπεύει την … Dictionary of Greek
λαϊκεύω — [λαϊκός] εκλαϊκεύω … Dictionary of Greek
Παγώνης — Λαϊκός ζωγράφος του Πηλίου. Γεννήθηκε στο ηπειρωτικό χωριό Χιονιάδες αλλά νέος εγκαταστάθηκε στη Δράκια. Για περίπου 40 χρόνια (1800 38), κυριαρχεί στην καλλιτεχνική ζωή του Πηλίου. Στην αρχή υπογράφει ως Παγώνης Χιονιαδίτης, από το χωριό της… … Dictionary of Greek
Χατζημιχαήλ, Θεόφιλος — Λαϊκός ζωγράφος. Bλ. λ. Θεόφιλος … Dictionary of Greek