-
1 λαϊκός
[лаикос] εκ. народный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > λαϊκός
-
2 артист
артист м о ηθοποιός, ο καλλιτέχνης \артисткино о ηθοποιός της οθόνης народный \артист о λαϊκός καλλιτέχνης (τίτλος) \артистка ж η ηθοποιός, η καλλιτέχνιδα* * *м; ж - артисткаο ηθοποιός, ο καλλιτέχνηςарти́ст кино́ — ο ηθοποιός της οθόνης
наро́дный арти́ст — ο λαϊκός καλλιτέχνης (τίτλος)
-
3 депутат
депутат м о βουλευτής народный \депутат о λαϊκος αντιπρό σωπος* * *мο βουλευτήςнаро́дный депута́т — ο λαϊκός αντιπρόσωπος
-
4 контроль
контроль м о έλεγχος* на родный \контроль ο λαϊκός έλεγχος* взять под (свой) \контроль αναλα βαίνω τον έλεγχο* * *мο έλεγχοςнаро́дный контро́ль — ο λαϊκός έλεγχος
взять под (свой) контро́ль — αναλα-βαίνω τον έλεγχο
-
5 народный
-
6 пляска
-
7 народный
народн||ыйприл λαϊκός, ἐθνικός:\народныйое хозяйство ἡ λαϊκή οἰκονομία· \народныйое достояние ἡ ἐθνική περιουσία, τό κτήμα τοῦ λαού· \народныйая власть ἡ λαϊκή ἐξουσία· \народный фронт τό λαϊκό μέτωπο· страны \народныйой демократии οἱ χώρες τής λαϊκής δημοκρατίας' \народныйая песня τό λαϊκό τραγούδι, τό δημώδες ἄσμα· \народный учитель ὁ δημοδι-δάσκαλος· \народный артист ὁ λαϊκός καλλιτέχνης· \народный суд см. нарсуд. -
8 народный
επ., βρ: -ден, -дна, -дно.λαϊκός•-ые массы οι λαϊκές μάζες•
-ое движние λαϊκό κίνημα•
-ое хозяйство λαϊκή οικονομία•
-ая власть λαϊκή εξουσία•
-ая армия λαϊκός στρατός•
народный фронт λαϊκό μέτωπο•
-ая поэзия λαϊκή ποίηση•
-ые песни λαϊκά τραγούδια•
-ая школа δημοτικό σχολείο•
народный учитель δημοδιδάσκαλος•
-ое имущество λαϊκή περιουσία•
страны -ой демократии οι χώρες τον λαϊκών δημοκρατιών.
εκφρ.- ая воля – λαϊκή θέληση (μυστική πολιτική οργάνωση των ναρό-ντνικων)•- ая гребля – είδος κωπηλασίας. -
9 арготизм
лингв. η (λέξη) αργκό, ο λαϊκός ιδιωματισμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > арготизм
-
10 депутат
1. (выборное лицо) о αντιπρόσωπος 2. (член выборного государственного учреждения) о βουλευτής, ο λαϊκός αντιπρόσωπος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > депутат
-
11 народность
народност||ьж1. (национальность) ἡ ἐθνότητα [-ης]:северные \народностьи οἱ βόρειες ἐθνότητες·2. (близость к народу) ὁ λαϊκός χαρακτήρας, τό λαϊκό πνεύμα. -
12 популярный
популярн||ыйприл ἐκλαϊκευτικός, λαϊκός, δημοφιλής, λαοφιλής. -
13 судья
судьям1. ὁ δικαστής:народный \судья ὁ λαϊκός δικαστής· мировой \судья ὁ είρη-νοδίκης· третейский \судья ὁ διαιτητής·2. спорт. ὁ διαιτητής/ ὁ ἐλλανοδίκης (член жюри соревнования). -
14 трепак
трепакм (танец) τό τρεπάκι (ρωσι-κόζ λαϊκός χορός). -
15 народный
[ναρόντνυϊ] εκ. λαϊκός, εθνικός. народный суд: λαϊκό δικαστήριο -
16 народный
[ναρόντνυϊ] επ λαϊκός, εθνικός. народный суд: λαϊκό δικαστήριο -
17 артист
-а α., -ка, -и θ.καλλιτέχνης, -ιδα, αρτίστας, -α (ηθοποιός, τραγουδιστής ή μουσικός εκτελεστής)•народный - λαϊκός καλλιτέχνης•
заслуженный - διακεκριμένος καλλιτέχνης.
-
18 гулянье
-я, γεν. πλθ. -ний, -ньям ουδ.1. περίπατος, βόλτα, σεργιάνι, σουλάτσο.2. διασκέδαση σε ανοιχτό χώρο. || μαζικός γιορτασμός, γιορτή•народное гулянье λαϊκός γιορταστικός περίπατος•
праздническое гулянье γιορταστική διασκέδαση.
3. τόπος διασκέδασης, ψυχαγωγίας. -
19 демократический
επ.δημοκρατικός•демократический централизм δημοκρατικός συγκεντρωτισμός•
-ая республика δημοκρατία (δημοκρατικό πολίτευμα)•
демократический строй δημοκρατικό καθεστώς•
-ое законодательство δημοκρατική νομοθεσία•
-ие преобразования δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις•
-ие права δημοκρατικά δικαιώματα.
|| παλ. λαϊκός•-ое чувство το λαϊκό αίσθημα.
-
20 демократичный
επ., βρ: -чен, -чна, -чноδημοκρατικός. || παλ. λαϊκός.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
λαικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαϊκός — ή, ό (AM λαϊκός, ή, όν) [λαός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαό ή προέρχεται από τον λαό (α. «λαϊκή μουσική» β. «λαϊκά έθιμα») 2. το αρσ. ως ουσ. ο μη ιερωμένος, σε αντιδιαστολή με τον κληρικό («εἰ δὲ λαϊκὸς ἀφοριζέσθω») νεοελλ. 1. (για… … Dictionary of Greek
λαϊκός — ή, ό 1. αυτός που προέρχεται από το λαό ή δημιουργείται απ’ αυτόν: Έκθεση ειδών λαϊκής τέχνης. 2. αυτός που δεν είναι κληρικός. 3. αυτός που έχει χαμηλή τιμή: Ψωνίζει ρούχα μόνο από τη λαϊκή αγορά. 4. ό,τι προορίζεται για τις κατώτερες κοινωνικές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των … Dictionary of Greek
Laikos Orthodoxos Synagermos — Λαϊκός Ορθόδοξος Συναγερμός Laikós Orthódoxos Synagermós … Deutsch Wikipedia
Concentración Popular Ortodoxa — Λαϊκός Ορθόδοξος Συναγερμός Laikós Orthódoxos Sinayermós Concentración Popular Ortodoxa Presidente Georyios Karatzaferis Fundación 1 de septiembre de 2000 [1] … Wikipedia Español
λαικόν — λαικός of masc acc sg λαικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντάρτης — Λαϊκός αγωνιστής που αγωνίζεται για πατριωτικούς σκοπούς (απελευθερωτικοί αγώνες, αγώνες για την ανεξαρτησία της πατρίδας, αποτίναξη τυραννικής εξουσίας κλπ.). Το αντάρτικο κίνημα στο οποίο συμμετέχει τις περισσότερες φορές δεν αντιπροσωπεύει την … Dictionary of Greek
λαϊκεύω — [λαϊκός] εκλαϊκεύω … Dictionary of Greek
Παγώνης — Λαϊκός ζωγράφος του Πηλίου. Γεννήθηκε στο ηπειρωτικό χωριό Χιονιάδες αλλά νέος εγκαταστάθηκε στη Δράκια. Για περίπου 40 χρόνια (1800 38), κυριαρχεί στην καλλιτεχνική ζωή του Πηλίου. Στην αρχή υπογράφει ως Παγώνης Χιονιαδίτης, από το χωριό της… … Dictionary of Greek
Χατζημιχαήλ, Θεόφιλος — Λαϊκός ζωγράφος. Bλ. λ. Θεόφιλος … Dictionary of Greek