Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

λατρευτής

См. также в других словарях:

  • λατρευτής — ο (AM λατρευτής) [λατρεύω] αυτός που λατρεύει κάποιον ή κάτι, ο αφοσιωμένος σε κάποιον ή σε κάτι μσν. αυτός που είναι στην υπηρεσία κάποιου, υπηρέτης, δούλος, θεράπων …   Dictionary of Greek

  • θειαστής — θειαστής, ὁ (Μ) [θειάζω] αυτός που σέβεται και τιμά κάποιον ως θεό, λάτρης, λατρευτής, θαυμαστής …   Dictionary of Greek

  • λάτρης — ο, θηλ. λάτρις και λάτρισσα (AM λάτρης, ὁ και λάτρις, ό, ή) αυτός που τιμά, που λατρεύει, που υπηρετεί τον θεό ή αγαπά κάτι σαν θεό, λατρευτής νεοελλ. μσν. αυτός που υπεραγαπά, που λατρεύει ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα (α. «λάτρης τού ωραίου» β.… …   Dictionary of Greek

  • λατρεύς — λατρεύς, έως, ὁ (Α) [λάτρον] 1. αυτός που υπηρετεί κάποιον επί μισθώ, θεράπων, δούλος, υπηρέτης 2. αφοσιωμένος σε κάποιον, λατρευτής …   Dictionary of Greek

  • ՊԱՇՏՕՆԱՏԱՐ — (ի, աց.) NBH 2 0599 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c, 11c, 12c գ. λατρευτής cultor. եւ բայիւ λατρεύω colo եւ այլն. Որ պաշտօն տանի այլում, պաշտօնեայ. երկրպագու. ուստի Պաշտօնատար լինել՝ է պաշտել. *Ըստ օրինացն… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • АВРИКИЙ — [Авиркий; греч. ̓Αβρίκιος], мч. (пам. греч. 28 февр.). Усечен мечом. В нек рых синаксарях в этот день упоминаются мученики Аверкий и Вениамин; возможно, А. тождествен мч. Аверкию (пам. греч. 5 дек.). В Типиконе Великой ц. (Х в.) отмечена память А …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»