-
1 λαστιχένιος
[ластихеньёс] εκ. резиновый, эластичный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > λαστιχένιος
-
2 резиновый
-
3 шланг
ο (λαστιχένιος ή υφασμάτινος) σωλήν/ας, разг. το λάστιχοпожарный - πυρκαγιάς/πυρόσβεσης, разг. η πυροσβεστική μάνικαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > шланг
-
4 резиновый
резин||овыйприл λαστιχένιος, του καουτσούκ:\резиновыйовая обувь τά λαστιχένια παπούτσια· \резиновыйовая промышленность ἡ βιομηχανία τοδ καουτσούκ. -
5 трубка
трубкаж \. ὁ σωλήν[ας]:телефонная \трубка τό ἀκουστικό· слуховая \трубка τό ἀκουστικό κέρας· дренажная \трубка ὁ λαστιχένιος σωλήνας ἀποχέτευσης· паяльная -\трубка ὁ φυσητήρας' предохранительная \трубка ὁ σωλήν ἀσφαλείας·2. (курительная) ἡ πίπα, τό τσιμπούκι·3. (сверток) τό δέμα, τό τύλιγμα (χάρτου), τό σπείρωμα. -
6 каучуковый
επ.του καουτσούκ•каучуковый завод εργοστάσιο καουτσούκ.
|| από καουτσούκ•-ая трубка λαστιχένιος σωλήνας.
-
7 ластиковый
См. также в других словарях:
λαστιχένιος — α, ο [λάστιχο] 1. κατασκευασμένος από λάστιχο 2. ευλύγιστος σαν λάστιχο («λαστιχένια μέση») … Dictionary of Greek
λαστιχένιος, -ια, -ιο — 1. αυτός που είναι φτιαγμένος από λάστιχο. 2. ευλύγιστος, εύκαμπτος σαν λάστιχο: Ο ακροβάτης είχε λαστιχένιο κορμί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ελαστικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που έχει την ιδιότητα της ελαστικότητας, ο λαστιχένιος. 2. ο ελαφρός στην κίνηση: Το πόδι του... σηκωνόταν πάλι ανάερο μ ένα τίναγμα ελαστικό (Κ. Χρηστομάνος). 3 μτφ. (για ανθρώπους), που μεταβάλλει εύκολα τα συναισθήματα και τις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)