-
1 υπόδημα
το (чаще πλ.)1) обувь;ανδρικά (γυναικεία, παιδικά) υπόδήματα — мужская (женская, детская) обувь;
λαστιχένια υπόδήματα — резиновая обувь;
2) сапоги
См. также в других словарях:
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
List of Little Miss characters — The following is a list of Little Miss characters from the children s book series by Roger Hargreaves; the series was also adapted into The Mr. Men Show. Books one (Little Miss Bossy) to thirty (Little Miss Somersault) were written by Hargreaves… … Wikipedia
λαστιχένιος — α, ο [λάστιχο] 1. κατασκευασμένος από λάστιχο 2. ευλύγιστος σαν λάστιχο («λαστιχένια μέση») … Dictionary of Greek
Αμούνδσεν, Ρόαλντ — (Roald Engelbregt Grauning Amundsen, Μπόργκε, Νορβηγία 1872 – Βόρειος Παγωμένος ωκεανός 1928). Νορβηγός εξερευνητής. Η αγάπη του για τις περιπέτειες και το μεγάλο πάθος του για τη θάλασσα τον βοήθησαν να γίνει βαθύς γνώστης του Βόρειου και του… … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
εγχειρήσεις ή χειρουργικές επεμβάσεις — Κάθε πράξη που εκτελείται στο ανθρώπινο σώμα με τα χέρια και με κατάλληλα εργαλεία, με σκοπό να αντιμετωπιστεί νόσος, τραυματισμός ή δυσμορφία. Οι χειρουργικές επεμβάσεις που εκτελούνται σήμερα είναι πολυάριθμες και δεν είναι παρακινδυνευμένο να… … Dictionary of Greek
Ντε Κίρικο, Τζόρτζιο — (Giorgio de Chirico, Βόλος, Ελλάδα 1888 – 1978). Ιταλός ζωγράφος. Σπούδασε στην Αθήνα και αργότερα στο Μόναχο, όπου ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για τα ρομαντικά, φασματικά και ονειρικά τοπία του Άρνολντ Μπέκλιν. Το 1911, ύστερα από σύντομη, διαμονή… … Dictionary of Greek
μπάλα — η (λ. ιταλ.) 1. αντικείμενο που έχει σφαιρικό σχήμα: Μου πέταξε μιαμπάλα χιόνι. 2. βολίδα όπλου, σφαίρα. 3. λαστιχένια σφαίρα, τόπι: Έσπασε το τζάμι πετώντας την μπάλα. 4. δέμα εμπορεύματος: Μας κατάσχεσαν στο τελωνείο είκοσι μπάλες μπαμπάκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πετόσφαιρα — η 1. σφαίρα λαστιχένια, μπάλα για το παιχνίδι της πετοσφαίρισης. 2. το παιχνίδι της πετοσφαίρισης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πιπίλα — η (λ. ιταλ.), καθετί που χρησιμεύει για πιπίλισμα. 2. λαστιχένια θηλή για τα μωρά, αλλιώς ρωγοβύζι, το: Δώσε στο παιδί την πιπίλα του να ησυχάσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φούσκα — η 1. κύστη ελαστική ή οποιουδήποτε άλλου είδους, και ιδίως η ουροδόχος: Κοντεύει να σπάσει η φούσκα μου (σε επιτακτική ανάγκη για ούρηση). 2. μεγάλη φυσαλίδα του δέρματος που περιέχει υγρό διαυγές, πύο ή αίμα, η φλύκταινα, φουσκάλα, φουσκαλίδα,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)