-
1 λαιμαργία
[лэмаргиа] ουσ. Θ. обжорство, прожоливость.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > λαιμαργία
-
2 жадность
жадн||остьж1. ἡ λαιμαργία, ἡ ἀπληστεία, ἡ πλεονεξία·2. (скупость) ἡ τσιγγουνιά. -
3 обжорство
обжо́р||ствос разг ἡ λαιμαργία, ἡ πολυφαγία, ἡ ἀδη-φαγία. -
4 прожорливость
прожорлив||остьж ἡ λαιμαργία, ἡ ἀδηφαγία. -
5 чревоугодие
чревоугод||иес ἡ λαιμαργία, ἡ ἀδηφα-γία. -
6 прожорливость
[πραζόρλιβαστ'] ουσ. θ. λαιμαργία -
7 прожорливость
[πραζόρλιβαστ'] ουσ θ λαιμαργία -
8 дуга
-и, πλθ. дуги θ.1. λαιμαργία, περιαυχένιο, το τοξοειδές ξύλο της; λαιμαργίας.2. τόξο κύκλου.3. κεραία των τρ αμ.εκφρ.брови -ой – γαί'τανόφρυδα, καγκελόφρυδα, καμαρό-φρυδα•электрическая дуга ή вольтова дуга – βολταϊκό τόξο. -
9 дужка
-и θ.1. μικρή λαιμαργία.2. χερούλι, χειρολαβή καμπυλωτή•ведрная дужка το χερούλι του κουβά•
дужка шпаги η λαβή του σπαθιού.
3. στηθοκόκκαλο των πτηνών (διχάλα, -ι, φούρκα). -
10 жадничанье
-я ουδ.λαιμαργία. -
11 жадность
-и θ.1. αδηφαγία, απληστία, λαιμαργία• πλεονεξία. || κυνορεξία, βουλιμία, λίμα.2. τσιγγουνιά, φυλαργυρία, καρμιριά.εκφρ.с -ью – αχόρταγα, με μεγάλο ενδιαφέρο, με μεγάλη προσοχή• απερίσπαστα. -
12 обжорство
-а ουδ.αδηφαγία, απληστία, λαιμαργία. -
13 прожорливость
-и θ.λαιμαργία, αδηφαγία. -
14 чревоугодничать
ρ.δ. βουλιμιώ• τρώγω αχόρταγα, με απληστία• με λαιμαργία.
См. также в других словарях:
λαιμαργία — λαιμαργίᾱ , λαιμαργία gluttony fem nom/voc/acc dual λαιμαργίᾱ , λαιμαργία gluttony fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιμαργίᾳ — λαιμαργίαι , λαιμαργία gluttony fem nom/voc pl λαιμαργίᾱͅ , λαιμαργία gluttony fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιμαργία — η (AM λαιμαργία) [λαίμαργος] το να τρώγει κάποιος με απληστία, αχόρταγα, η αδηφαγία («ὑπὸ ἀφροσύνης τε καὶ λαιμαργίας οὐ πάντα ἱκανῶς ἀνασκεψάμενον ἑλέσθαι», Πλάτ.) νεοελλ. το να τρώγει κάποιος μεγάλη ποσότητα φαγητού γρήγορα και με έκδηλη… … Dictionary of Greek
λαιμαργία — η άπληστη κατανάλωση φαγητού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαιμαργίας — λαιμαργίᾱς , λαιμαργία gluttony fem acc pl λαιμαργίᾱς , λαιμαργία gluttony fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιμαργίαι — λαιμαργία gluttony fem nom/voc pl λαιμαργίᾱͅ , λαιμαργία gluttony fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιμαργίαν — λαιμαργίᾱν , λαιμαργία gluttony fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιμαργιῶν — λαιμαργία gluttony fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιμαργίαις — λαιμαργία gluttony fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Обжорство — Фрагмент «Семь смертных грехов» И. Босха … Википедия
αδηφαγία — Θεά της πολυφαγίας στην αρχαία Σικελία, όπου υπήρχε και ναός της. Η Α. ήταν μια γυναίκα με μεγάλη κοιλιά, που πλησίαζε το ένα χέρι γεμάτο φαγητά προς το στόμα, ενώ ταυτόχρονα άπλωνε το άλλο χέρι για να πάρει κι άλλα. Κοντά της στεκόταν συνήθως… … Dictionary of Greek