-
1 λαδώνω
[ладоно] р. промасливать, смазывать маслом.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > λαδώνω
-
2 замаслить
-лю, -лишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. замасленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ.1. λιγδώνω, λερώνω, λαδώνω, ρυπαίνω•замаслить одежду λερώνω τη φορεσιά.
2. (τεχ.) λαδώνω.3. μτφ. δωροδοκώ, λαδώνω.1. λιγδώνομαι, λαδώνομαι, λερώνομαι..2. γυαλίζω, λάμπω (από χαρά, ικανοποίηση κ.τ.τ.). -
3 мазать
-
4 смазать
-
5 подмазать
подмазатьсов, подмазывать несов1. (смазывать) ἀλείφω / λιπαίνω, λαδώνω (маслом)·2. (давать взятку) разг:\подмазать кого-л. λαδώνω, δωροδοκῶ κάποιον. -
6 смазывать
смазыватьнесов ἀλείφω μέ λίπος, λιπαίνω (жиром)/ λαδώνω (маслом):\смазывать колеса λαδώνω (или λιπαίνω) τους τροχούς (τις ρόδες)· \смазывать йодом βάζω ἰώδιο. -
7 подмазать
-мажу, -мажешь ρ.σ.μ.1. (λίγο• πρόσθετα) βλ. мазать. || βάφω (χείλη, πρόσωπο).2. μτφ. δωροδοκώ, -λαδώνω.εκφρ.подмазать колеса – λαδώνω, δωροδοκώ.1. βάφομαι, φτιασιδώνομαι.2. μτφ. καλοπιάνω, κολακεύω. -
8 взятка
η δωροδοκία, разг. το λάδωμαбрать - у δωροδοκούμαι, λαδώνομαι, разг. τα «παίρνω/πιάνω»давать - у δωροδοκώ, λαδώνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > взятка
-
9 промаслить
тех. λαδώνω, αλείβω με έλαιο/λάδι, λιπαίνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > промаслить
-
10 смазывать
1. (покрывать слоем чего-л. жирного или жидкого) λιπαίνω, γρασάρω 2. (размазывать) εξαλείφω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > смазывать
-
11 засаливать
засаливать Iнесов λιγδιάζω, λερώνω, λαδώνω.засаливать IIнесов (солить) ἀλατίζω, βάζω στήν σαλαμούρα/ παστώνω (рыбу). -
12 маслить
маслитьнесов ἀλείφω μέ λάδι, λαδώνω (растительным маслом)/ ἀλείφω μέ βούτυρο, βουτυρώνω (животным маслом). -
13 промасливать
промасливатьнесов, промаслить сов λαδώνω, ἀλείφω μέ λάδι, ἀλείφω μέ λίπος, λιπαίνω. -
14 маслить
[μάσλιτ"] ρ. λαδώνω -
15 промасливать
[πραμάσλιβατ'] ρ. λαδώνω -
16 маслить
[μάσλιτ"] ρ λαδώνω -
17 промасливать
[πραμάσλιβατ'] ρ λαδώνω -
18 маслить
-лю, -лишьρ.δ.μ. λαδώνω, αλείφω με λάδι ή ρίχνω λάόι.1. νηλιδώνομαι, λιγδώνομαι, λεκιάζω.2. γυαλίζω, λάμπω. -
19 обмаслить
-
20 перемаслить
ρ.σ.μ. ρίχνω πολύ λάδι, πάνω από το κανονικό•перемаслить пирог ρίχνω λάδι στην πίτα πάνω από το κανονικά.
|| αλείφω με λάδι (όλα, πολλά). || λαδώνω, λιγδώνω, λερώνω.λαδώνομαι, λιγδώνομαι, λερώνομαι.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
λαδώνω — λαδώνω, λάδωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λαδώνω — [λάδι]·1. επαλείφω ή επιχρίω κάτι με λάδι 2. κηλιδώνω κάτι με λάδι ή με άλλη λιπαρή ουσία («τό λάδωσες κι αυτό το πουκάμισο») 3. αλείφω με άγιο μύρο, βαφτίζω 4. λιπαίνω εξαρτήματα μηχανής με έγχυση μηχανελαίου 5. φιλοδωρώ κάποιον για προσωπική… … Dictionary of Greek
λαδώνω — λάδωσα, λαδώθηκα, λαδωμένος 1. αλείφω κάτι με λάδι: Πρέπει να λαδώσω την κλειδαριά. 2. μτφ., δωροδοκώ: Λάδωσε το δικαστή για να τον αθωώσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλάδωτος — η, ο [λαδώνω] 1. αυτός που δεν έχει λάδι, στον οποίο δεν προστέθηκε άρτυμα λαδιού 2. αυτός που δεν αλείφτηκε με λάδι 3. που δεν λερώθηκε με λάδι 4. που από φτώχεια ή για νηστεία δεν έφαγε λάδι 5. (για αλλόθρησκους) χωρίς το χρίσμα, αβάφτιστος 6.… … Dictionary of Greek
αλείφω — αλείβω (Α ἀλείφω) 1. επιθέτω υγρή ή λιπαρή ουσία σε κάποια επιφάνεια, επαλείφω, επιχρίω 2. επαλείφω με οποιαδήποτε ύλη 3. κάνω επάλειψη σε ασθενή νεοελλ. 1. ρυπαίνω, λερώνω 2. δωροδοκώ, λαδώνω 3. παθ. ωφελούμαι υλικά, απολαμβάνω κέρδος 4. φρ. «θα … Dictionary of Greek
ελαιώ — ἐλαιῶ ( όω) (Α) 1. λαδώνω, αλείφω με λάδι 2. μαζεύω ελιές 3. (στην αλχημεία) κάνω κάτι να πάρει ελαιώδη σύσταση … Dictionary of Greek
λάδι — Βλ. λ. έλαια (ελαιόλαδο). * * * το (Μ λάδι[ν]) το λιπαρό υγρό που λαμβάνεται με σύνθλιψη τού ελαιοκάρπου, ελαιόλαδο νεοελλ. 1. κάθε ρευστή λιπαρή ουσία που προέρχεται από φυτική, ζωική ή ορυκτή ύλη 2. φρ. α) «άγια λάδια» το ευχέλαιο β) «άγιο… … Dictionary of Greek
λάδωμα — το [λαδώνω] 1. επάλειψη ή επίχριση με λάδι 2. λέκιασμα από λάδι 3. η λίπανση τμημάτων μηχανής με έγχυση μηχανελαίου 4. μτφ. δωροδοκία για προσωπική εξυπηρέτηση … Dictionary of Greek
λαδωτήρι — μικρό δοχείο ορυκτελαίου με ειδικό σωληνοειδές στόμιο για τη λίπανση μηχανών, λαδικό, λαδερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαδώνω + κατάλ. τήρι (πρβλ. σουρω τήρι, στεγνω τήρι)] … Dictionary of Greek
λαδωτής — ο [λαδώνω] αυτός που λαδώνει μηχανές με το λαδωτήρι … Dictionary of Greek
λιπαίνω — (AM λιπαίνω) [λίπα] 1. επιχρίω, αλείφω με λίπος ή με άλλη λιπαρή ουσία («λιπαίνειν τὴν κεφαλὴν ἐλαίῳ», Ιπποκρ.) 2. λαδώνω ένα περιστρεφόμενο εξάρτημα, ιδίως άξονα, μηχανήματος για να τό προστατεύσω και να τό συντηρήσω από τη φθορά που γίνεται με… … Dictionary of Greek