-
1 вожделение
вожделен||иес ὁ πόθος, ἡ λαγνεία/ ἡ σφοδρή ἐπιθυμία, ἡ λαχτάρα (страстное желание). -
2 lust
1) λαγνεία2) πόθος
См. также в других словарях:
λαγνεία — λαγνείᾱ , λαγνεία the act of coition fem nom/voc/acc dual λαγνείᾱ , λαγνεία the act of coition fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγνείᾳ — λαγνείᾱͅ , λαγνεία the act of coition fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγνεία — η (Α λαγνεία, ιων. τ. λαγνείη) [λαγνεύω] φιληδονία, ηδυπάθεια ακολασία, ροπή προς τις σαρκικές απολαύσεις («τοῡ δὲ μὴ δουλεύειν... ὕπνῳ καὶ λαγνείᾳ οἴει τι ἄλλο αἰτιώτερον εἶναι;», Ξεν.) αρχ. συνουσία … Dictionary of Greek
λαγνεία — η η τάση για σαρκικές απολαύσεις, η φιληδονία: Η λαγνεία του τον κατέστρεψε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαγνείας — λαγνείᾱς , λαγνεία the act of coition fem acc pl λαγνείᾱς , λαγνεία the act of coition fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγνείαν — λαγνείᾱν , λαγνεία the act of coition fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγνειῶν — λαγνεία the act of coition fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγνεῖαι — λαγνεία the act of coition fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγνείαις — λαγνεία the act of coition fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγνείη — λαγνεία the act of coition fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγνείην — λαγνεία the act of coition fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)