Перевод: со всех языков на греческий

λίν-εος

Ничего не найдено.

Попробуйте поискать во всех возможных языках

или измените свой поисковый запрос.

См. также в других словарях:

  • νεκτάρεος — νεκτάρεος, έα, ον, ιων. τ. θηλ. έη (Α) 1. (για ενδύματα) α) αυτός που ευωδιάζει σαν νέκταρ, ευώδης β) λαμπρός, έξοχος 2. αυτός που αποτελείται από νέκταρ, από οίνο («νεκταρέαις σπονδαῑσιν», Πίνδ.) 3. (το ουδ. ως επίρρ.) νεκτάρεον γλυκά, με γλυκό… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»